Πανδημία, κορωνοϊός και οικογενειακό δίκαιο (Διατροφή- Επικοινωνία)




Άκρως επίκαιρο στις μέρες μας είναι το θέμα αυτό του κορονοϊού, αφού αποτέλεσε πρόκληση για τα  εθνικά συντάγματα, την διεθνή προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και την εν συνόλω έννομη τάξη της Ε.Ε. Αντιμετωπίζουμε άπαντες μια ακραία κατάσταση, κατάσταση ανάγκης η οποία ενεργοποίησε τις προβλέψεις του Ελληνικού Εθνικού Συντάγματος, του Δικαίου της Ευρωπαϊκής ενώσεως και του εν γένει Διεθνούς Δικαίου.
 Ειδικότερα, προκειμένου να αντιμετωπισθεί η ως άνω κατεπείγουσα κατάσταση ανάγκης ενεργοποιήθηκε η πράξη Νομοθετικού περιεχομένου της 20ης 3. 2020  και η ΚΥΑ (κοινή υπουργική απόφαση) της 22ας 3.2020 για την απαγόρευση κυκλοφορίας, η οποία επικαλείται ρητά την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 5 του Συντάγματος. Συνεπώς έχουμε μια κανονιστική (δηλαδή απευθυνομένη σε ευρύ κύκλο προσώπων)/νομοθετική επιβολή απαγόρευσης μετακίνησης, μέτρο φυσικά πρωτόγνωρο για την εποχή μας, πλην όμως αναγκαίο για την προστασία της δημόσιας υγείας και της υγείας των φυσικών προσώπων που βρίσκονται στα όρια της Ελληνικής επικρατείας ή εισέρχονται.
            Για τον λόγο αυτόν και προς συμμόρφωση των πολιτών στο ως άνω μέτρο ξεκίνησε μια παράλληλη ενημερωτική εκστρατεία των πολιτών και εν γένει παραμενόντων στην Ελληνική επικράτεια με εκπομπές, τηλεοπτικά στιγμιότυπα και διαφημίσεις τρόπων προστασίας από τον κορωνοϊό κτλ. Δεδομένης όμως της ως άνω καταστάσεως και της ολικής ανατροπής της καθημερινότητάς μας, έχουν εγερθεί διάφορα ζητήματα που αφορούν το οικογενειακό  δίκαιο και ιδιαίτερα τα θέματα που αφορούν την επιμέλεια και την διατροφή των ανηλίκων τέκνων.
            Επειδή ο θεσμός της οικογενείας σήμερα, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, έχει από καιρού εισέλθει σε μία περίοδο σοβαρής κρίσης λειτουργίας της, είναι χιλιάδες τα φαινόμενα χωρισμένων γονέων με τέκνα, που ως γνωστόν οι σχέσεις τους ορίζονται από τον Νόμο (συνήθως εκδίδονται δικαστικές αποφάσεις που ορίζουν τον ασκούντα την επιμέλεια των τέκνων γονέα, το ποσό διατροφής που πρέπει να καταβληθεί από τον υπόχρεο γονέα, καθώς και τον χρόνο επικοινωνίας με τα τέκνα). Εξαιτίας δε της εκτάκτου καταστάσεως που ά-παντες βιώνουμε,εύλογα γεννώνται ερωτήματα πώς διαμορφώνονται οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα στο πλαίσιο του οικογενειακού δικαίου. Ειδικότερα, οι συχνότερες ερωτήσεις αφορούν την καταβολή διατροφής του υποχρέου γονέα προς τον ασκούντα την επιμέλεια γονέα και το δικαίωμα επικοινωνίας του μη ασκούντος την επιμέλεια γονέα με τα τέκνα του.
      Εν μέσω της ενσκηψάσης πανδημίας είναι πολύ συχνό το φαινόμενο ο υπόχρεος προς καταβολή διατροφής γονέας να είναι φερ’ειπείν εργαζόμενος σε επιχείρηση με αναστολή λειτουργίας ή ,ακόμη και αν εξακολουθεί να εργάζεται, να μην λαμβάνει τον μισθό του ή τις συνηθισμένες απολαβές, διότι ο επαγγελματικός του κλάδος είναι σε δυσμενή θέση λόγω της κατάστασης. Ήδη μάλιστα η φορολογική αρχή, με ορισμό κωδικών επαγγελματικής δραστηριότητας (ΚΑΔ) έχει ορίσει από την πλευρά της ποιες επαγγελματικές δραστηριότητες πλήττονται καίρια από την έκτακτη κατάσταση, προκειμένου να δοθούν χρηματικά βοηθήματα, φορολογικές και ασφαλιστικές διευκολύνσεις κτλ. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι μόνον οι επαγγελματίες που ορίζονται από την φορολογική ή άλλη κρατική αρχή πλήττονται από την κρίση αυτή, διότι το ζήτημα εάν κάποιος μπορεί να καταβάλλει διατροφή είναι ζήτημα πραγματικό που πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση. Για τον λόγο αυτό πρέπει αρχικώς κατά το δυνατόν να υπάρχει πνεύμα συνεννόησης από τους γονείς, ώστε να αποφεύγονται εντάσεις και εν γένει επεισοδιακές καταστάσεις που μετά βεβαιότητος οδηγούν σε τέλμα. Από την πλευρά των δικαιούχων της διατροφής πρέπει να υπάρχει επιείκεια ως προς την αδυναμία καταβολής της, ιδίως εάν ο δικαιούχος διατροφής γονέας δύναται να καλύψει τις ανάγκες των τέκνων, είτε από δικά του κονδύλια είτε από συνδρομή έτερων συγγενικών προσώπων, υπό το πρίσμα της προσωρινότητος της κατάστασης. Στον αντίποδα δεν πρέπει ο υπόχρεος να χρησιμοποιεί αδικαιολόγητα την επιδημία ως «όχημα» αποφυγής των υποχρεώσεών του, ιδίως όταν πρόκειται για παιδιά, που φυσικά έχουν αδήριτες ανάγκες, χωρίς να υφίσταται διακριτική ευχέρεια υλοποίησης τους ή μη. Δεν θα πρέπει οι γονείς εκατέρωθεν να χρησιμοποιούν τις έκτακτες καταστάσεις ως μέσον ικανοποίησης του προσωπικού τους εγωϊσμού. Φυσικά, οι ως άνω έκτακτες νομοθετικές παρεμβάσεις δεν προέβλεψαν παύση ή καθ'οιονδήποτε τρόπο αναστολή καταβολής διατροφής, όπως και δεν προέβλεψαν πλείστες όσες περιπτώσεις εκπλήρωσης υποχρεώσεων, πλην όμως σαφέστατα υφίσταται μία κατάσταση ανωτέρας βίας και απρόβλεπτης μεταβολής των συνθηκών, που σε πολλές περιπτώσεις καθιστούν πραγματικά αδύνατη την καταβολή διατροφής από τον υπόχρεο. Και εάν δηλαδή κάποιος εκαλείτο ενώπιον ποινικού Δικαστηρίου να απολογηθεί για μη καταβολή διατροφής θα μπορούσε κάλλιστα να υποστηρίξει ότι είναι ανυπαίτιος λόγω της έκτακτης κατάστασης. Προσωπικά λοιπόν φρονώ ότι μπορεί ο υπόχρεος να αναστείλει προσωρινά την δόση διατροφής για όσο χρόνο πραγματικά δεν μπορεί λόγω της κατάστασης να καταβάλλει την ορισθείσα διατροφή, πλην όμως τα ποσά αυτά θα πρέπει να τα καταβάλλει στο μέλλον, όταν η κατάσταση εξομαλυνθεί. Επομένως δεν «διαγράφονται» τα ποσά που οφείλει ως διατροφή όσο διαρκεί η επιδημία, αλλά η υποχρέωση καταβολής μετατίθεται για το μέλλον. Και φυσικά, ο δικαιούχος διατροφής έχει όλα τα μέσα ικανοποίησης της απαίτησής του, δηλαδή κατάσχεση μισθού ή τραπεζικών καταθέσεων κτλ.
           Στην περίπτωση όμως που η ως άνω πανδημία διαρκέσει περισσότερο από τον προβλεπόμενο χρόνο, είναι ασφαλέστερο ο υπόχρεος διατροφής να απευθυνθεί στην δικαιοσύνη με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, προκειμένου να επιτύχει μεταρρύθμιση της απόφασης που αφορά το ποσό της οφειλόμενης διατροφής και να ζητήσει την απαλλαγή του φερ'ειπείν από αυτήν για όσο χρόνο διαρκεί η πανδημία ή την μείωση του ποσού (ιδίως εάν οι οικονομικές επιπτώσεις διαρκέσουν και μετά την παρέλευση της πανδημίας), εφόσον βέβαια έχει πλέον μηδενικά εισοδήματα  και κανέναν άλλον πόρο και  το τέκνο του δύναται να διατραφεί από τους πόρους της μητέρας του ή πολύ οικείων του προσώπων. Θα πρέπει δηλαδή να επιχειρηματολογήσει με πληρέστατες αποδείξεις ώστε να επιτύχει κάποιο αποτέλεσμα, δεδομένου ότι η Δικαιοσύνη, απολύτως δικαιολογημένα, είναι εξόχως ευαίσθητη σε ζητήματα καταβολής διατροφής, ιδίως όταν πρόκειται για ανήλικα τέκνα.
            Το δεύτερο «φλέγον» ζήτημα αφορά το δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα  με τα ανήλικα τέκνα του.
          Το δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα που δεν έχει την επιμέλεια του τέκνου, αν δεν προβλέπεται κάτι ειδικότερο από δικαστική απόφαση, περιλαμβάνει την προσωπική συνάντηση του γονέα με το τέκνο, την συνομιλία και εν γένει συναναστροφή με αυτό, καθώς επίσης και την κοινή έξοδο ψυχαγωγίας, την  τηλεφωνική επικοινωνία, την συνομιλία μέσω τηλεδιάσκεψης κ.λ.π.
 Οι γονείς μπορούν να συνάψουν συμφωνία με την οποία να ρυθμίζουν το δικαίωμα της επικοινωνίας. Η συμφωνία όμως αυτή δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο πριν την επικύρωσή της από το Δικαστήριο, πρακτικά δηλαδή δεν μπορεί ο γονέας που πλήττεται στην άσκηση των δικαιωμάτων του να καταθέσει σχετική έγκληση προς απόδοση ποινικών ευθυνών ή να αιτηθεί την επιδίκαση χρηματικής ποινής. Επίσης, αξίζει να τονιστεί ότι είναι ανίσχυρη κάθε συμφωνία που αφορά την επικοινωνία με το τέκνο και η οποία αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, για παράδειγμα όταν γονιός συμφωνεί να παραιτηθεί από το δικαίωμα της επικοινωνίας προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση διατροφής.
Ο γονέας ασκώντας το δικαίωμα της επικοινωνίας δεν δύναται να συμπράξει στην ανατροφή του τέκνου, ούτε να ελέγξει τον άλλο γονέα στα καθήκοντά του. Το αυστηρό προσωπικό δικαίωμα να επικοινωνεί ο γονέας με το τέκνο του απορρέει από το φυσικό δεσμό του αίματος και του αισθήματος στοργής προς το τέκνο και συντελεί στην ανάπτυξη του ψυχικού του κόσμου και στην εν γένει προσωπικότητά του.  Δυστυχώς, είναι σύνηθες να ασκείται καταχρηστικά το δικαίωμα της επικοινωνίας (κάτι που αν το διαπιστώσει το δικαστήριο δύναται να προβεί σε περιορισμό της άσκησης της επικοινωνίας ή και σε αφαίρεσή της), π.χ.  δεν είναι λίγες οι φορές που ο γονιός επ' αφορμή της άσκησης του δικαιώματός επικοινωνίας, καταστρατηγεί την δικαστική απόφαση και αρνείται να επιστρέψει πίσω το τέκνο στον γονέα τον έχοντα την επιμέλεια αυτού. Όπως και αντιθέτως πολλοί είναι οι γονείς που προσπαθούν παντί τρόπω να αποκλείσουν την επικοινωνία των τέκνων με τον άλλο γονέα εφευρίσκοντας διάφορες προφάσεις. Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω, το δικαίωμα της επικοινωνίας θα πρέπει να ασκείται έτσι ώστε να μην παρεμποδίζεται ο έτερος γονιός στην άσκηση της επιμέλειας, η οποία συνίσταται μεταξύ άλλων στα θέματα που αφορούν την ανατροφή του τέκνου, την μόρφωση και εκπαίδευσή του και τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής του. Συνεπώς ο γονιός ασκώντας το δικαίωμα της επικοινωνίας του, οφείλει να σέβεται τις επιλογές και τις αποφάσεις του γονέα του έχοντος την επιμέλεια του τέκνου και να μην δημιουργεί εμπόδια σχετικά με την άσκηση αυτής, ειδάλλως φυσικά έχει πάντοτε την επιλογή  να στραφεί δικαστικώς κατά του ετέρου γονέα και να αιτηθεί την επιδίκαση της επιμελείας δι'εαυτόν. Επίσης, είναι λόγος αφαίρεσης της επιμελείας από τον γονέα που την έχει η συστηματική προσπάθεια παρεμπόδισης της επικοινωνίας του ετέρου γονέα με το τέκνο.
         Λόγω της πανδημίας η πολιτεία περιόρισε ως άνω τις μετακινήσεις, πλην όμως συμπεριέλαβε ως δυνατότητα την μετακίνηση προς άσκηση του δικαιώματος της επικοινωνίας. Ο Νόμος δεν θέλησε να διασαλευθούν έτι περαιτέρω οι ήδη κλονισμένες λόγω του χωρισμού οικογενειακές σχέσεις, διότι η πολιτεία προκρίνει ως μείζονος σημασίας την αποφυγή αποξένωσης ή αδρανοποίησης των γονέων με τα ανήλικα τέκνα και ως εκ τούτου οι γονείς έχουν δικαίωμα να επικοινωνούν όπως ο νόμος έχει ορίσει με τα τέκνα τους. Ωστόσο, η κάθε περίπτωση χρήζει προσεκτικής διερεύνησης, αναλόγως των περιστάσεων και των επικρατουσών συνθηκών. Φερ 'ειπείν, εάν ο ασκών το δικαίωμα επικοινωνίας πάσχει από τον κορωνοϊό ή ανήκει σε ομάδα υψηλού κινδύνου (π.χ. είναι νοσηλευτής ή ιατρός σε νοσοκομείο) ή εάν μαζί με τα τέκνα, στην οικία του ασκούντος την επιμέλεια, φιλοξενούνται και ηλικιωμένοι, ο έτερος γονέας πρέπει να του επιτρέψει να ασκήσει το δικαίωμα επικοινωνίας; Όπως και ανωτέρω επεσήμανα, κατ'αρχήν πρέπει να επικρατεί πνεύμα αλληλοσυνεννόησης, με πολύ προσεκτική μελέτη των σκοπών των εκτάκτων νομοθετημάτων που ισχύουν λόγω της κατάστασης. Αμφότεροι οι γονείς οφείλουν να σεβαστούν και να συνυπολογίσουν όλες τις παραμέτρους σε μια τόσο κρίσιμη για την δημόσια υγεία περίοδο, όπως το οικογενειακό περιβάλλον του δικαιούχου της επικοινωνίας γονέα, την φύση της εργασίας αυτού,  το εάν εκεί κατοικούν κι άλλα παιδιά, άνθρωποι που ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου, την χιλιομετρική απόσταση που πρέπει να διανυθεί , τους κινδύνους που υπάρχουν στην πολύωρη μετακίνηση, την τυχόν ευαίσθητη υγεία το τέκνου, του γονέα του έχοντος την επιμέλεια καθώς και των ατόμων που συνοικούν μαζί του κ.α. Εάν παρόλα αυτά δεν μπορεί να εξευρεθεί κάποια λύση, φρονώ ότι ο ασκών την επιμέλεια γονέας σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να αρνηθεί την επικοινωνία, εκτιμώντας ως υπέρτερο το δικαίωμα στην υγεία εν σχέσει με το δικαίωμα της επικοινωνίας, δοθέντος μάλιστα ότι η κατάσταση θεωρείται προσωρινή και η επικοινωνία πρόκειται να εξομαλυνθεί. Πρόκειται δηλαδή για ένα «δίλημμα» που ο ασκών την επιμέλεια γονέας πρέπει να αντιμετωπίσει με τον ως άνω τρόπο προκειμένου να μπορέσει να προστατεύσει τα τέκνα, τον εαυτό του και ενδεχομένως και άλλα ευπαθή μέλη οικογενείας. Υπέρ αυτής της απόψεως συνηγορεί και η δυνατότητα επικοινωνίας του γονέα μέσω ευρέως διαδεδομένων διαδικτυακών εφαρμογών που επιτρέπουν την ζωντανή επικοινωνία (skype, facebook, viber κ.α.) με βιντεοκλήση, διά της οποίας πληρούται ο ιστορηθείς σκοπός της πολιτείας περί μη αποξένωσης των γονέων με τα τέκνα τους. Σχετικώς εξεδόθη και η υπ'αριθμ 204/2020 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης (ασφαλιστικών μέτρων), η οποία δίδει το δικαίωμα σε μητέρα που έχει την επιμέλεια ανηλίκων τέκνων να αρνηθεί την επικοινωνία σε παππούδες όσο υφίσταται η έκστακτη κατάσταση της πανδημίας, ορίζοντας παράλληλα επικοινωνία μαζί τους μέσω ηλεκτρονικών μέσων.
​           Τα ως άνω εκτεθέντα ισχύουν κατά την άποψή μου σε εξαιρετικές περιπτώσεις και δεν αρκεί κατά την άποψή μου η απλή, θεωρητική δυνατότητα να κολλήσουν τα τέκνα τον κορωνοϊό από τον γονέα που ασκεί το δικαίωμα της επικοινωνίας, ιδίως όταν λαμβάνονται όλα τα μέτρα προφύλαξης.
            Επίσης η πανδημία δεν πρέπει να συνιστά άλλοθι προκειμένου να αποφεύγει ο έτερος γονέας να επιστρέφει το τέκνο του στον ασκούντα την επιμέλεια γονέα αυτού και με τον τρόπο αυτό να τον δυσχεραίνει στην άσκηση των καθηκόντων επιμελείας. Δηλαδή, δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται η πανδημία ως λόγος «υφαρπαγής» της άσκησης της επιμελείας.
          Υπό τις ακραίες συνθήκες που επικρατούν, αν και τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις μας προβλέπονται, είτε απευθείας από τον Νόμο, είτε από δικαστικές αποφάσεις, παρόλα αυτά οφείλουμε να μην σπεύδουμε να επιδιώκουμε την τυπολατρική τήρηση των διατάξεων, γιατί κάτι τέτοιο ενδέχεται να είναι αδύνατο ή επικίνδυνο και να οδηγηθούμε  σε ατελέσφορους δικαστικούς αγώνες, που θα επιβαρύνουν παντοιοτρόπως ακόμη περισσότερο γονείς και παιδιά.
       Συμπερασματικά συνιστάται ψυχραιμία, σύνεση, κατανόηση και σεβασμός, τόσο στην οικογένεια, όσο και στις οδηγίες της πολιτείας. «ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ» ώστε  εμείς και τα παιδιά μας να εξέλθουμε κατά το δυνατόν αλώβητοι από την κρίση της πανδημίας, προσπαθώντας να αποφύγουμε την περαιτέρω επιβάρυνση της ήδη βεβαρημένης κατάστασης.


NIKH ΡΟΔΙΤΗ