ΕΙΣΗΓΗΣΗ: Δικαιώματα και υποχρεώσεις των γονέων και των τέκνων.




ΕΙΣΗΓΗΣΗ: Δικαιώματα και υποχρεώσεις των γονέων και των τέκνων.
(εισήγηση σε ημερίδα «πρόληψη και αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης-ο ρόλος του σχολείου»που έλαβε χώρα στην Χαλκίδα στις 15-12-2016)
Το θέμα που θα εισηγηθώ αφορά την σχέση των γονέων και των τέκνων, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους.

      Ως γνωστόν, ο κλάδος του Δικαίου που αναφέρεται στο σύνολο των κανόνων που αφορούν τις οικογενειακές σχέσεις ονομάζεται οικογενειακό δίκαιο. Οι διατάξεις του οικογενειακού Δικαίου περιέχονται στον Αστικό Κώδικα. Διατάξεις που αφορούν την διαδικασία εκδικάσεως οικογενειακών διαφορών απαντώνται στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αλλά, επειδή ορισμένες συμπεριφορές που αφορούν την οικογένεια έχουν και ποινικές προεκτάσεις, υφίστανται και διατάξεις στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αλλά και στον Ποινικό Κώδικα.
        Το οικογενειακό Δίκαιο αναμορφώθηκε ριζικά με τον νόμο 1329/1983, οπότε και προσαρμόστηκε με την συνταγματική επιταγή της Αρχής της ισότητας των δύο φύλων. Με τον εκσυγχρονισμό αυτόν καταργήθηκε η έννοια της πατριαρχικής οικογένειας, και αντικαταστάθηκε με την οικογένεια της ισότητας, οπότε  πλέον οι σύζυγοι υποχρεώθηκαν να συμβάλλουν ανάλογα με τις δυνάμεις τους στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας. Να σημειωθεί ότι η ανατροφή πλέον και η διαπαιδαγώγηση των τέκνων γίνεται χωρίς καμιά διάκριση φύλου. Παράλληλα θεσμοθετήθηκε η απόλυτη εξομοίωση των τέκνων εκτός γάμου με τα τέκνα εντός γάμου, εφόσον βέβαια αναγνωριστούν εκουσίως ή δικαστικά. Είναι σε όλους γνωστό ότι ενισχύθηκε η θέση της ανύπαντρης μητέρας, εκσυγχρονίστηκαν αρκετά οι διατάξεις του διαζυγίου, θεσμοθετήθηκε το συναινετικό διαζύγιο και καταργήθηκε ο θεσμός της προίκας.
       Ειδικότερα, επί του θέματος που καλούμαι να αναλύσω σχετικά με τις υποχρεώσεις μεταξύ γονέων και τέκνων θα αναφέρω τα κάτωθι:
       Από τη σχέση γονέα και τέκνου απορρέουν έννομες σχέσεις μία από τις οποίες είναι και ο ορισμός του επωνύμου του τέκνου, το οποίο και καταχωρείται στη ληξιαρχική πράξη γέννησης του τέκνου. Ο ορισμός επωνύμου πρέπει να διακρίνεται από την επιλογή βαπτιστικού ονόματος, η οποία δεν ρυθμίζεται ειδικώς από τον Α.Κ. αλλά εμπίπτει στο πλαίσιο άσκησης της γονικής μέριμνας, κατά τις διατάξεις 1510 επ. Α.Κ. Ειδικότερα, υπάρχει διάκριση μεταξύ τέκνου γεννημένου εντός γάμου και τέκνου γεννημένου χωρίς γάμο των γονέων του.
      Για τα τέκνα που γεννήθηκαν σε γάμο, για το επώνυμό τους αποφασιστική είναι η δήλωση των γονέων, οι οποίοι υποχρεούνται να έχουν προσδιορίσει το επώνυμο των τέκνων τους με κοινή, αμετάκλητη δήλωση πριν το γάμο, είτε σε συμβολαιογράφο, είτε στον λειτουργό ενώπιον του οποίου θα τελεσθεί ο γάμος, χωρίς αιρέσεις και προϋποθέσεις. Επί παραλείψεως δήλωσης του επωνύμου των τέκνων, τα τέκνα λαμβάνουν ως επώνυμο εκείνο του πατέρα τους. Σε ότι αφορά την δήλωση των γονέων για τον προσδιορισμό επωνύμου του τέκνου τους το οποίο είναι κοινό για όλα τα τέκνα του ζεύγους, μπορεί με τη δήλωση των γονέων να είναι το επώνυμο του πατέρα ή της μητέρας, είτε συνδυασμός και των δύο επωνύμων. Σε καμιά περίπτωση όμως το επώνυμο του τέκνου δεν μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερα από δυο επώνυμα. Κάθε αντίθετη συμφωνία είναι άκυρη.
            Για τέκνο που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του και δεν έχει ακόμη αναγνωριστεί παίρνει το όνομα της μητέρας του. Σε περίπτωση που προσβλήθηκε επιτυχώς η πατρότητα του συζύγου της μητέρας, το τέκνο θα χάσει το επώνυμο του «πατέρα» και θα αποκτήσει το όνομα της μητέρας.        
           Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1507 Α.Κ γονείς και τέκνα (ανήλικα ή ενήλικα) οφείλουν αμοιβαία μεταξύ τους στοργή και σεβασμό. Εκδήλωση των ανωτέρω είναι η επιθυμία του ενός να επικοινωνεί με τον άλλο να προσφέρει υλική, ηθική συμπαράσταση σε καλές και σε κακές στιγμές της ζωής του άλλου και να επιδεικνύει σεβασμό στην προσωπικότητα του άλλου π.χ. να υπάρχει αμοιβαίος σεβασμός για τις πολιτικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις γονέων και τέκνων στα πλαίσια πάντα της καλής πίστης και των χρηστών ηθών.
       Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη ο νομοθέτης ανάγει ορισμένα αισθήματα σε νομικές υποχρεώσεις, όπως η στοργή και ο σεβασμός, χωρίς όμως οι υποχρεώσεις αυτές να επιδέχονται εξαναγκασμό. Παρόλα αυτά, η παραβίαση της αμοιβαίας υποχρέωσης για στοργή και σεβασμό μπορεί να θεμελιώσει δικαιώματα αξίωσης αποζημίωσης ή να οδηγήσει σε έμμεσες κυρώσεις, όπως η λήψη σωφρονιστικών μέτρων και σε εξαιρετικές περιπτώσεις σε μερική ή ολική αφαίρεση της γονικής μέριμνας.
             Σύμφωνα με την ρύθμιση του άρθρου 1508 ΑΚ, το τέκνο εφόσον αποτελεί μέλος του οίκου των γονέων του και ανατρέφεται ή διατρέφεται από αυτούς υποχρεούται να παρέχει στους γονείς του, για τη διοίκηση του οίκου ή την άσκηση του επαγγέλματός τους, υπηρεσίες ανάλογες με τις δυνάμεις του και τις βιοτικές συνθήκες του ίδιου και της οικογένειάς του. Οι γονείς σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του τέκνου σε αυτήν την υποχρέωση μπορούν να ασκήσουν αγωγή για ναγνώρισης της σχετικής υποχρέωσης και να αξιώσουν αποζημίωση κατά του τέκνου ή ακόμη να λάβουν και σωφρονιστικά μέτρα κατά του τέκνου (1518 Α.Κ.). Βέβαια, μία τέτοια περίπτωση είναι εξαιρετικά σπάνια για τα Ελληνικά δεδομένα.

ΓΟΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ
             Σε ότι αφορά την γονική μέριμνα είναι καθήκον, αλλά και δικαίωμα των γονέων. Αφορά άγαμο ή έγγαμο ανήλικο τέκνο, ακόμη και κυοφορούμενο, ιδίως όσον αφορά τη διοίκηση της περιουσίας του. Συνίσταται δε στο καθήκον των γονέων να μεριμνούν για το ανήλικο τέκνο τους από κοινού. Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει την επιμέλεια του προσώπου, τη διοίκηση της περιουσίας του και την εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση ή δικαιοπραξία ή δίκη που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του. Τα έκθετα τέκνα (λαϊκά παρατημένα) δεν τελούν υπό γονική μέριμνα. Γενικό κριτήριο για την άσκηση της γονικής μέριμνας είναι το συμφέρον του τέκνου, ενώ κάθε περίπτωση άσκησης που αντιστρατεύεται έστω και έμμεσα το συμφέρον των τέκνων, οπότε μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της γονικής μέριμνας. Το δικαίωμα της γονικής μέριμνας είναι διαρκές (μέχρι την ενηλικίωσή του) υποχρεωτικό  και προσωποπαγές . Αποκλείεται η παραίτηση από αυτό ή η μεταβίβασή του, αλλά δεν αποκλείεται η παροχή αντίστοιχης πληρεξουσιότητας προς τον ένα γονέα ή ή ανάθεση της άσκησης του συνόλου ή μέρους της γονικής μέριμνας σε έναν από τους γονείς ή σε κάποιον τρίτο είτε βάσει κάποιας έννομης σχέσης  π.χ. σύμβαση εργασίας. Σε παιδικό σταθμό, είτε για ειδικούς λόγους και μόνο κατόπιν δικαστικής αποφάσεως. Να σημειωθεί ότι η κτήση της γονικής μέριμνας πρέπει να διακρίνεται από την άσκησή της.
           Συνεπώς μπορεί ένα πρόσωπο να έχει αποκτήσει το δικαίωμα της γονικής μέριμνας από την γέννηση του τέκνου του, ενώ η άσκηση αυτής να έχει ανατεθεί για ειδικούς λόγους σε άλλο πρόσωπο (π.χ. επίτροπο). Για τον λόγο αυτό και όταν γίνεται λόγος για φορείς της γονικής μέριμνας γίνεται διάκριση μεταξύ των φορέων του δικαιώματος αυτού και του προσώπου που απλώς το ασκούν. Στην περίπτωση της αφαίρεσης της γονικής μέριμνας δεν σημαίνει ότι ο γονέας αποξενώνεται πλήρως από το παιδί του, αλλά στο μέλλον μπορεί η άσκηση της να επανέλθει στον γονέα είτε αυτοδικαίως, είτε με δικαστική απόφαση.
           Αν πρόκειται για έγγαμο ή άγαμο ανήλικο τέκνο που δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του  (127 ΑΚ ενήλικος είναι όποιος έχει συμπληρώσει το 18ο έτος) αλλά είναι γεννημένο σε γάμο φορείς του δικαιώματος είναι και οι δύο γονείς . Αν ο γάμος για κάποιο λόγο ακυρωθεί ή λυθεί με διαζύγιο, φορείς της γονικής μέριμνας εξακολουθούν να είναι και οι δύο γονείς αλλά η άσκησή της μπορεί να ρυθμιστεί από το Δικαστήριο. Σε περίπτωση τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του φορέας της γονικής μέριμνας είναι η μητέρα του. Σε περίπτωση που το τέκνο αναγνωρίστηκε εκούσια ή δικαστικά, φορέας της γονικής μέριμνας είναι και ο πατέρας του, αλλά την ασκεί μόνο αν το συμφώνησε η μητέρα του.
            Οι γονείς έχουν υποχρέωση απέναντι στο τέκνο να συννενοηθούν για την άσκηση της γονικής μέριμνας. Αν οι γονείς διαφωνούν και το συμφέρον του τέκνου επιβάλει να ληφθεί μια -εννοείται σημαντική- απόφαση, τότε αποφασίζει το δικαστήριο.
             Η γονική μέριμνα ασκείται μόνο από τον ένα γονέα εξαιρετικά σε κάποιες περιπτώσεις:

Α) Παύση της γονικής μέριμνας ενός γονέα λόγω θανάτου, λόγω κήρυξης σε αφάνεια ή έκπτωσης του ενός γονέα λόγω ποινικής καταδίκης.
Β) Αφαίρεση της γονικής μέριμνας από τον ένα γονέα π.χ. λόγω κακής άσκησης της,
Γ) Αδυναμία άσκησης από τον ένα γονέα (π.χ. σοβαρή ασθένεια, φυλάκιση εγκλεισμός κ.λ.π.)

ΓΟΝΙΚΗ ΜΕΡΙΜΝΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ
           Δυστυχώς πρόκειται για ένα απολύτως επίκαιρο θέμα, που έχουν να αντιμετωπίσουν χιλιάδες ζευγάρια κάθε χρόνο. Δεν είναι λίγα τα ζευγάρια που μετά από την γέννηση των παιδιών τους καταλήγουν στη λύση του διαζυγίου.
           Το διαζύγιο σαν διαδικασία, εκτός του διαχωρισμού της περιουσίας που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο ενός γάμου, επηρρεάζει άμεσα τη ζωή των ανηλίκων τέκνων, που στο μεγαλύτερο ποσοστό είναι τελικά τα αθώα θύματα της όλης διαμάχης.
            Στην Ελλάδα σήμερα, και μόνο στις περιπτώσεις συναινετικού διαζυγίου, οι γονείς μπορούν να επισυνάψουν μαζί με την αίτηση διαζυγίου και την συμφωνία για τον τρόπο άσκησης της γονικής μέριμνας. Υποχρεούνται βέβαια να επισυνάψουν συμφωνία για την επιμέλεια του τέκνου, δηλαδή ποιος θα ασκεί την επιμέλεια του ανηλίκου.
            Επιπλέον, μπορούν σε περίπτωση της κατ’ αντιδικίας διαδικασίας διαζυγίου να συνυποβάλουν στην ίδια αίτηση και αίτημα για ανάθεση της γονικής μέριμνας.
           Εναλλακτικά , μπορεί να ασκηθεί ξεχωριστή αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου  το οποίο θα αποφασίσει σύμφωνα με το συμφέρον του ανηλίκου τέκνου.
           Αξίζει να αναφερθεί ότι με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο η κοινή επιμέλεια προβλέπεται μόνο με την συναίνεση και των δύο γονέων.
        Είναι γεγονός ότι τα τέκνα έχουν δύο γονείς. Όλοι ξέρουμε ότι η σχέση γονέα παιδιού δεν εξαρτάται από την ύπαρξη γάμου. Η γονική ευθύνη σαν σύνολο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων δεν τερματίζεται με ένα διαζύγιο.
       Πορισματα επιστημονικών μελετών αναφέρουν ότι η επικρατούσα πρακτική ανάθεσης της επιμέλειας αποκλειστικά στον ένα από τους δύο γονείς, είτε της μητρός, είτε του πατρός αφενός και όπως άλλωστε είναι ευνόητο, τροφοδοτεί συγκρούσεις μεταξύ τους και αφετέρου συντελεί στην αύξηση της παραβατικότητας των παιδιών, ενώ αναπαράγει παθολογικά πρότυπα οικογενειακών σχέσεων.
            Δυστυχώς, και ας αναφέρουμε και κάτι που συμβαίνει στην δικονομική πράξη, οι περισσότεροι Έλληνες Δικαστικοί δεν έχουν -χωρίς βέβαια να ευθύνονται γι’αυτό- εξειδικευμένες γνώσεις παιδοψυ-χολογίας προκειμένου να αποφασίσουν καλύτερα για το συμφέρον του τέκνου, με συνέπεια σε ορισμένες περιπτώσεις οι αποφάσεις τους να δημιουργούν προβλήματα στα ίδια τα παιδιά. Έχει πολλές φορές προταθεί στα σχετικά επιστημονικά συνέδρια η αλλαγή του Νόμου με υποχρεώση του Δικαστηρίου, είτε να έχει εξειδικευμένες γνώσεις (ύστερα βέβαια από σχετική επιμόρφωση), είτε να προσλαμβάνει κατά την συζήτηση τέτοιας φύσης οικογενειακών διαφορών (με αμφισβήτηση καταλληλότητας άσκησης επιμελείας ή γονικής μέριμνας) εξειδικευμένο παιδοψυχολόγο.
           Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει ένας εννοιολογικός διαχωρισμός γονικής μερίμνης και επιμελείας. Η γονική μέριμνα είναι υπέρτερο μέγεθος της επιμελείας, η οποία σύμφωνα με τον Νόμο (1518 ΑΚ) περιλαμβάνει ιδίως την ανατροφή, την επίβλεψη, την μόρφωση και την εκπαίδευση του ανηλίκου τέκνου. Η αναφορά του Νομοθέτη είναι ενδεικτική και μπορεί να κριθεί κατά περίπτωση εάν μία πράξη αφορά την επιμέλεια ή όχι. Δηλαδή, η επιμέλεια έχει τρόπον τινά πιο «καθημερινού τύπου» και πιο περιορισμένο περιεχόμενο εν σχέσει με την γονική μέριμνα. Συνήθως δε επί ενός διαζυγίου ρυθμίζεται το ζήτημα της επιμελείας ανηλίκου, και όχι της γονικής μερίμνης. Δηλαδή, εάν το Δικαστήριο επιδικάσει την επιμέλεια ανηλίκου στον ένα γονέα δεν σημαίνει ότι ο έτερος γονέας χάνει κάθε λόγο επί του τέκνου. Για να φθάσει κάποιος να αιτηθεί την αφαίρεση γονικής μέριμνας από γονέα (δηλ. πλήρη εξουδετέρωσή του όσον αφορά τον λόγο του σχετικά με το τέκνο) θα πρέπει να έχουν λάβει σοβαρά περιστατικά εις βάρος του τέκνου που να δικαιολογούν την αφαίρεση της γονικής μερίμνης (π.χ. άσκηση βίας).           
            Είναι ευνόητο ότι όταν οι σχέσεις των δύο συζύγων αρχίζουν να κλονίζονται ξεκινάει η αντιπαλότητα, η έχθρα και πολύ συχνά η αποξένωση των συζύγων. Τα παιδιά που βρίσκονται στην μέση της διαμάχης βιώνουν ιδιαίτερα σκληρες καταστάσεις τις οποίες όμως αδυνατούν να διαχείριστούν.
            Τα παιδιά κατά την διαδικασία του διαζυγίου νιώθουν ένα κενό και μάλιστα χωρίς όμως να μπορούν να κατανοήσουν τον λόγο που οδήγησε σε αυτήν την διένεξη. Τις περισσότερες φορές μάλιστα τα παιδιά μπορεί να θεωρήσουν εαυτά υπαίτια για τις διαμάχες μου βιώνουν .

ΑΦΑΙΡΕΣΗ  ΓΟΝΙΚΗΣ ΜΕΡΙΜΝΑΣ
            Όπως προαναφέρθηκε, το πρόσωπο που είναι φορέας του λειτουργήματος της γονικής μέριμνας μπορεί να είναι διαφορετικό από αυτό που ασκεί το δικαίωμα επί του ανηλίκου, είτε μερικώς είτε ολικώς, όταν η άσκηση ορισμένων εξουσιών από αυτές που συναποτελούν το περιεχόμενο του δικαιώματος γονικής μέριμνας (π.Χ διοίκηση περιουσίας ανατίθεται σε τρίτο πρόσωπο).

Διάκριση μεταξύ αφαίρεσης και παύσης.

Αφαίρεση έχουμε όταν αφαιρείται η άσκηση της γονικής μέριμνας από αυτόν που μέχρι τώρα την ασκούσε (π.Χ. πατέρας και μητέρα μαζί), είτε ολικά, είτε μόνο μερικά (π.χ. η επιμέλεια μόνο ανατίθεται στη μητέρα ενώ τα λοιπά στοιχεία εξακολουθούν να ασκούνται και από τους δυο γονείς.)
Παύση από τη γονική μέριμνα έχουμε όταν το δικαίωμα της γονικής μέριμνας στο σύνολό της χάνεται. Για παράδειγμα οι γονείς παύονται ή εκπίπτουν από τη γονική μέριμνα και ο επίτροπος αναλαμβάνει να ασκήσει τις αντίστοιχες εξουσίες στο πλαίσιο των καθηκόντων που ανατίθενται. Αυτός από τον οποίο αφαιρέθηκε η άσκηση εξακολουθεί να είναι φορέας του δικαιώματος, απλά δεν το ασκεί.
Η γονική μεριμνα αφαιρείται για τις εξής περιπτώσεις:
Η άσκηση της γονικής μέριμνας αφαιρείται από κάποιον γονέα όταν αυτός α)παραβαίνει τα γονεϊκά καθήκοντα, κάνει κατάχρηση του δικαιώματος της γονικής μέριμνας, είναι ακατάλληλος ως γονέας ή για κάποια ιατρική ανάγκη ή άλλο σπουδαίο λόγο.
Β) Ασκεί καταχρηστικά το δικαίωμα της γονικής μέριμνας. Η κρίση για το αν η γονική μέριμνα αντίκειται στα συμφέροντα του τέκνου πρέπει να στηρίζεται όχι σε μια μεμονωμένη πράξη ή παράλειψη, αλλά σε εκτίμιση της συνολικής συμπεριφοράς του γονέα (π.χ γονιός χαστουκίζει συχνά το παιδί του, αλλάζει αδικαιολόγητα συχνά περιβάλλον στο παιδί, διεγείρει στο τέκνο μίσος κατά του άλλου γονέα και ματαιώνει το δικαίωμα επικοινωνίας με τον άλλο γονέα.
Γ) Ακαταλληλότητα του γονέα. Εδώ πρόκειται για αυταπόδεικτη αδυναμία του γονέα να ανταποκριθεί στα γονεϊκά καθήκοντα, εξαιτίας της οποίας επέρχεται αυτοδίκαιη αναπλήρωση του γονέα που αδυνατεί να ασκήσει τα γονεϊκά του καθήκοντα από τον άλλο γονέα. Σε περίπτωση αδυναμίας του γονέα να ανταποκριθεί στα γονεϊκά του καθήκοντα, έστω και ανυπαίτια, σε περίπτωση που αρνηθεί ο γονέας, καθίσταται απαραίτητη η δικαστική παρέμβαση και κρίση ώστε να επέλθουν τα αποτελέσματά της (1532 Α.Κ.). Μάλιστα, ο Νομοθέτης, εισήγαγε και δυνατότητα αυτεπάγγελτης κινήσεως της διαδικασίας εκ μέρους του Εισαγγελέα, ο οποίος, αν και ποινικός κυρίως θεσμός, έχει πολλές αρμοδιότητες σε ζητήματα αστικής φύσεως και ιδίως επί οικογενειακών διαφορών.

Δ) Αίτηση των γονέων: Το δικαστήριο μπορεί να αφαιρεί την άσκηση της γονικής μέριμνας αν το ζητήσουν και οι δυο γονείς για σπουδαίο λόγο, υποδεικνύοντας μάλιστα και το πρόσωπο που δέχεται να αναλάβει το καθήκον αυτό. Σε περίπτωση που δεν υποδειχθεί πρόσωπο, ενεργοποιούνται οι διατάξεις για επιτροπεία.

Ε) Στιγμιαία αφαίρεση της γονικής μέριμνας:
 Σε περίπτωση κατεπείγουσας ανάγκης ιατρικής επέμβασης ο Εισαγγελέας πρωτοδικών μπορεί να δώσει αυτός της απαιτούμενη άδεια ύστερα από αίτηση του θεράποντος ιατρού. Πρόκειται για περίπτωση στιγμιαίας και μερικής αφαίρεσης της γονικής μέριμνας.

Η γονική μέριμνα αφαιρείται μόνο με δικαστική απόφαση, αφού πρόκειται για διατάξεις δημόσιας τάξης, δηλαδή δεν μπορεί να αφαιρεθεί με ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των συζύγων.


ΔΙΑΤΡΟΦΗ
  Ανιόντες και κατιόντες έχουν αμοιβαία υποχρέωση διατροφήςκατά τους όρους του Α.Κ. 1485. Η υποχρέωση διατροφής όμως δεν περιλαμβάνει όλους τους ανιόντες και κατιόντες. Συγκεκριμένα υποχρέωση και δικαίωμα διατροφής υπάρχει ανάμεσα στους εξ αίματος συγγενείς σε ευθεία γραμμή συγγενείς που κατάγονται ο ένας από τον άλλο, είτε λόγω γάμου ή συμφώνου συμβίωσης,  έστω και αν αυτός ακυρώθηκε είτε λόγω εκούσιας ή δικαστικής αναγνώρισης. Οι εξ αγχιστείας συγγενείς, ούτε δικαίωμα, ούτε υποχρέωση διατροφής έχουν. Έτσι υποχρέωση διατροφής έχουν τα τέκνα οι εγγονοί οι δισέγγονοι, οι παππούδες οι γιαγιάδες, οι προπαππούδες και οι προγιαγιαδες. Για την υποχρέωση διατροφής είναι αδιάφορο αν τα πρόσωπα συνοικούν ή όχι, αν επικοινωνούν συχνά κι αν υπάρχει μεταξύ τους συναισθηματικός δεσμός. Επίσης αμοιβαία υποχρέωση διατροφής υπάρχει και στην περίπτωση υιοθεσίας ανηλίκου, δεδομένου ότι με την υιοθεσία επέρχεται πλήρης ένταξη του ανηλίκου θετού τέκνου στην οικογένεια του προσώπου που το υιοθετεί. Αντίθετα το θετό τέκνο αποκόπτεται από τη φυσική του οικογένεια και δεν υφίσταται αμοιβαία υποχρέωση διατροφής μεταξύ των θετών τέκνων και των βιολογικών συγγενών του.
Στην υιοθεσία ενηλίκου όμως υπάρχει αμοιβαία, αμφίδρομη υποχρέωση διατροφής, μεταξύ του θετού τέκνου και των βιολογικών συγγενών. Στην περίπτωση υιοθεσίας ενηλίκου το θετό τέκνο οφείλει καταρχήν να το διατρέφει ο θετός γονέας και έπονται οι εξ αίματος συγγενείς του.
           Η υποχρέωση του δικαιώματος διατροφής προϋποθέτει απορία του δικαιούχου και ευπορία του υποχρέου.
           Ειδικότερα το ανήλικο τέκνο έχει δικαίωμα διατροφής ακόμη κι αν έχει περιουσία, εφόσον τα εισοδήματα της περιουσίας του ή το προϊόν της εργασίας του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις όταν ο γονέας αδυνατεί να διαθρέψει τον εαυτό του το ανήλικο τέκνο μπορεί να υποχρεωθεί να αναλώσει την περιουσία του. Η ευνοϊκή μεταχείριση των ανηλίκων ισχύει μόνο σε περίπτωση που αιτηθούν διατροφή από τους γονείς τους και χάνεται το δικαίωμα να διατηρήσουν την περιουσία τους σε περίπτωση που αιτηθούν διατροφή από τους παππούδες τους.
            Ο άπορος γονέας μπορεί να προβάλει ένσταση διακινδύνευσης δικής του διατροφής, μόνο εάν υπάρχουν συγγενείς που μπορούν να δώσουν διατροφή ή εάν το τέκνο μπορεί να αυτοδιατραφεί.
           Σε ότι αφορά τους γονείς οφείλουν να διατρέφουν το τέκνο τους από κοινού ανάλογα με τις δυνάμεις τους και ισομερώς. Δεν συνυπολογίζεται στο ποσό της διατροφής ότι δαπανά ο κάθε γονιός στα πλαίσια της επικοινωνίας του με το τέκνο. Στις οικονομικές δυνάμεις των γονέων συνυπολογίζεται εκτός από το εισόδημά του, η περιουσία του αλλά και η προσωπική εργασία που αυτός προσφέρει στα πλαίσια της επιμέλειας.
           Υπάρχει τέλος και δυνατότητα διατροφής για το τέκνο που είναι γεννημένο εκτός γάμου και η πατρότητα είναι πολύ πιθανή. Προϋποθέσεις είναι η απορία μητέρας τέκνου και β) η πιθανολόγηση της πατρότητος του τέκνου γ) επείγουσα περίπτωση




«Παρακολούθηση και παρενόχληση από τον/τη πρώην σύζυγο: Έχει κυρώσεις στην Ελλάδα;».

           Δεν είναι λίγες οι φορές που πρώην σύζυγοι, είτε για να εκδικηθούν, είτε για να «παρακολουθήσουν» τον πρώην σύντροφο και να αποκτήσουν στοιχεία που θα τον «εκμηδενίσουν» ενώπιον των Δικαστηρίων, προβαίνουν σε πράξεις παρακολούθησης ή –ακόμη χειρότερα- σε πράξεις παρενοχλήσεως. Τις περισσότερες φορές η παρενόχληση έχει ευθεία μορφή, δηλ. κάποιος εκ των συζύγων μεταβαίνει φερ’ειπείν στην οικία του άλλου και δημιουργεί επεισόδια με ύβρεις, απειλές κ.τ.λ.
           Η παρενόχληση αυτή πολλές φορές συμβαίνει στα πλαίσια της επικοινωνίας του ενός συζύγου με τα τυχόν τέκνα (διότι συνήθως οι αποφάσεις των Δικαστηρίων ορίζουν ότι ο γονέας που έχει δικαίωμα επικοινωνίας θα λαμβάνει τα τέκνα ή το τέκνο από την οικία της πρώην ή του πρώην συζύγου), οπότε αυτός που θέλει να δημιουργήσει προβλήματα, επ’ αφορμή της επικοινωνίας, βρίσκει μία δικαιολογία νομιμοφανούς παρουσίας κοντά στον/στην πρώην σύζυγο και δημιουργεί προβλήματα με ύβρεις, απειλές κ.τ.λ. Δυστυχώς, τέτοιες τακτικές δημιουργούν πολύ σοβαρά προβλήματα σε τυχόν ανήλικα τέκνα, που βλέπουν τους γονείς τους να ερίζουν επανειλημμένως και πάντοτε πρέπει η λανθασμένη αυτή συμπεριφορά να επισημαίνεται στους γονείς από όποιον έχει τη δυνατότητα να τους συμβουλεύσει (π.χ. πληρεξούσιος δικηγόρος). Είναι επίσης λάθος κατά την άποψη της γραφούσης να μην καταγγείλει κάποιος το γεγονός παρενοχλήσεως στα αρμόδια όργανα (αστυνομία, δικαστικές αρχές) με την ελπίδα ότι η παρενόχληση είναι μία παροδική κατάσταση, δεν θα ξαναγίνει κτλ. Δυστυχώς, ο εγωϊσμός ανθρώπων που κάποτε συνεβίωναν και είχαν οικογένεια, τους ωθεί πολλές φορές στο να δημιουργούν προβλήματα στον πρώην σύντροφό τους, χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες, ιδίως απέναντι σε ανήλικα τέκνα. Η καταγγελία πρέπει δε οπωσδήποτε να γίνει ιδίως όταν το περιστατικό επαναλαμβάνεται, οπότε υπάρχει μία σαφής ένδειξη ότι ο υπαίτιος δεν πρόκειται να σταματήσει. Είναι δεδομένο ότι εάν ο πληττόμενος δεν αμυνθεί, τότε πολλές φορές, ο έχων την πρόθεση να δημιουργεί προβλήματα αποθρασύνεται, θεωρώντας τη στάση αυτή σαν αδυναμία (ή ένδειξη ότι έχει δίκιο, κατά την άποψή του πάντα), με αποτέλεσμα να δημιουργεί όλο και περισσότερα προβλήματα
           Καταρχάς, η πρώτη πρακτική αντιμετώπισης σε μία έκτακτη περίπτωση βιαίας παρενοχλήσεως είναι το άμεσο τηλεφώνημα στην Αστυνομία, ώστε να επέμβει και ν’ αποσοβήσει εάν είναι δυνατόν περαιτέρω παρενοχλήσεις, που μπορούν να λάβουν και τη μορφή εγκλήματος (π.χ. εξύβριση, απειλή, σωματική βλάβη κ.ο.κ.). Επί παρακολουθήσεως, έχουμε επίσης παραβίαση της ιδιωτικότητος, οπότε χωρούν και ασφαλιστικά μέτρα που ν’απαγορεύουν την καθ’ οιονδήποτε τρόπο προσέγγιση του θύματος, αλλά και ποινική αντιμετώπιση αναλόγως του είδους της παρακολουθήσεως (π.χ. έργω εξύβριση, δηλ προσβολή της τιμής με έργα, παράνομη βία, όπου αρκεί απειλή βίας ή άλλης παράνομης πράξης, διατάραξη οικιακής ειρήνης, εφόσον κάποιος εισέρχεται και παραμένει παράνομα άνευ της θελήσεως εντός της κατοικίας κ.τ.λ.). Να τονιστεί επίσης ότι τα προϊόντα παρανόμου παρακολουθήσεως (π.χ. φωτογραφίες ή βίντεο) αποτελούν παράνομα αποδεικτικά μέσα και απαγορεύεται να ληφθούν υπ’όψιν από τα Δικαστήρια.  
          Πολύ σημαντική σε κάθε περίπτωση –ιδίως παρενοχλήσεως- είναι η εφαρμογή του Ν. 3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας, ο οποίος προβλέπει πολύ σοβαρές ποινές στους παραβάτες, βαρύτερες από αυτές του απλού ποινικού Νόμου (επί παραδείγματι, σε περίπτωση μίας απλής σωματικής βλάβης, ενώ με το άρθρο 308 ΠΚ έχουμε ποινή έως τρία έτη, με το άρθρο 6 Ν. 3500/2006 έχουμε ποινή τουλάχιστον ενός έτους έως πέντε έτη). Να σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος Νόμος προστατεύει και πρώην συζύγους (δηλ. το γεγονός του διαζυγίου δεν αποσείει την ευθύνη του πρώην ή της πρώην συζύγου εφόσον παρενοχλεί και δημιουργεί προβλήματα), ακόμη και συντρόφους (άνευ γάμου) που παρενοχλούνται. Η δε δίωξη δεν απαιτεί έγκληση, διότι η δίωξη ασκείται αυτεπαγγέλτως υπό του αρμοδίου Εισαγγελέως (αρκεί φυσικά να υπάρξει καταγγελία) και ακολουθείται η αυτόφωρη διαδικασία.
           Εκτός των ανωτέρω, ποινικών κυρίως διαδικασιών, υφίσταται και δυνατότητα εγέρσεως αγωγής αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης (της στενοχώριας δηλαδή και της εν γένει ψυχικής δοκιμασίας που υπεβλήθη το θύμα παρενοχλήσεως) κατά του υπαιτίου. Μάλιστα ο ως άνω Νόμος περί ενδοοικογενειακής βίας προβλέπει ελάχιστη χρηματική ικανοποίηση 1.000 €, εκτός εάν το θύμα ζητήσει λιγότερα. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις, η συνδυασμένη αντίδραση με χρήση ποινικών και αστικών ενδίκων βοηθημάτων και διαδικασιών αποτρέπει τον προτιθέμενο να δημιουργήσει προβλήματα, διότι γνωρίζει πλέον, αφενός ότι το θύμα δεν θα μείνει «με σταυρωμένα τα χέρια», αφετέρου δε ότι θα κινδυνέψει, τόσο η ατομική του ελευθερία λόγω ενδεχομένων ποινών, όσο και η περιουσία του από πράξεις εκτέλεσης, ύστερα από έκδοση σχετικών αποφάσεων περί αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης.
           Επομένως, ο Νόμος προβλέπει σαφώς την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων, σε κάθε διάσταση (ποινική-αστική), αρκεί να γίνει σωστή και έγκαιρη χρήση των μέσων που ορίζει. Πολλοί, οι οποίοι δεν αντιμετώπισαν έγκαιρα ή αποτελεσματικά τέτοιες καταστάσεις θεωρούν και λένε ότι «δεν υπάρχει Νόμος», όμως δεν τίθεται θέμα υπάρξεως του Νόμου, αλλά ορθής εφαρμογής του. Δυστυχώς πολλές φορές η γραφειοκρατία, η αργή απονομή της δικαιοσύνης ή και καμμιά φορά η μη άμεση αντιμετώπιση από την αστυνομία (η οποία πράγματι έχει επιβαρυνθεί υπέρμετρα, ειδικά τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα να δίνει βαρύτητα σε περιπτώσεις μεγάλης επικινδυνότητος ή βίας) οδηγούν σε τέτοια συμπεράσματα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να παραιτούμεθα των προσπαθειών μας, διότι, εάν δεν προσπαθήσουμε να προστατευθούμε είναι δεδομένο ότι δεν θα επιτύχουμε τίποτα. 
           Σαν γενικό συμπέρασμα λοιπόν προκύπτει ότι, καταρχάς κάποιος που παρενοχλείται πρέπει να ζητήσει την άμεση συνδρομή των αστυνομικών αρχών εφόσον υπάρχει κίνδυνος για περαιτέρω επεισοδίων ή χρήσης βίας (διότι σε διαφορετική περίπτωση θα έπρεπε, ή να υφίσταται τις κάθε είδους παρενοχλήσεις ή να αυτοδικήσει, χρησιμοποιώντας βία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για περαιτέρω αντεκδικήσεις, ποινικές διαδικασίες κ.ο.κ.). Περαιτέρω, πρέπει ν’ απευθυνθεί άμεσα σε δικηγόρο της επιλογής του και κυρίως της εμπιστοσύνης του, ώστε να συναποφασίσουν την περαιτέρω πορεία της υποθέσεως (ασφαλιστικά μέτρα, μηνύσεις κ.τ.λ.)

___________________________________________________________________________________

ΑΛΛΑΓΗ ΚΥΡΙΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ

Πολλοί εκ των συμπολιτών μας ανερωτώνται εάν και πως δύνανται ν'αλλάξουν το κύριο όνομά τους. Η δυνατότητα αυτή προβλέπεται από το άρθρο 13 Ν. 344/1976, όπως ισχύει, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στον ενδιαφερόμενο με τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας να αιτηθεί ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου την αλλαγή του κυρίου ονόματος. Βεβαίως, ο Νομοθέτης, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 58 ΑΚ και 415 ΠΚ   προσέβλεψε στο κύριο όνομα ως χαρακτηριστικό στοιχείο της προσωπικότητος και θέλησε να διατηρείται αυτό σταθερό και αμετάβλητο χάριν της ίδιας της προσωπικότητας, αλλά παράλληλα και της ασφάλειας των συναλλαγών, οπότε συνειδητά επιτάσσει την αλλαγή του ονόματος διά δικαστικής αποφάσεως, διότι καθίσταται άμεσα κατανοητό τί θα γινόταν εάν κάποιος άλλαζε φερ'ειπείν κακόπιστα τ'ονομά του προκειμένου να δυσχεράνει νόμιμες ενέργειες εναντίον του, όπως π.χ. έναν έλεγχο στην ακίνητή του περιουσία. Προς διασφάλιση της ασφαλείας των συναλλαγών και προς αποφυγήν ασκόπων εν γένει ενεργειών ο Νομοθέτης επιτάσσει τον Δικαστή να ελέγξει κατά πόσον υφίσταται σπουδαίος λόγος, ο οποίος δικαιολογεί την μεταβολή του κύριου ονόματος Π.χ. εάν ένα κύριο όνομα είναι κακόηχο προκαλώντας κοινωνική χλεύη και απομόνωση. Τέτοιου είδους λόγοι, ακραίοι ή μη υπό την υποκειμενική θεώρηση του καθενός, έχουν ενίοτε γίνει δεκτοί από την νομολογία, πλην όμως κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή και ο εκάστοτε Δικαστής θ'αποφασίσει βάσει των ειδικών παραμέτρων κάθε περιπτώσεως.
           Αλλαγή κύριου ονόματος θεωρείται επίσης η τροποποίηση ή η συμπλήρωσή του. Η αίτηση διόρθωσης ή συμπλήρωσης του ονόματος ανήκει στην ευρύτερη διαδικασία διόρθωσης των στοιχείων των ληξιαρχικών πράξεων. Κατά την αυτή διαδικασία δικάζονται και οι αιτήσεις όποιου έχει έννομο συμφέρον ή του Εισαγγελέα, με τις οποίες ζητείται η διόρθωση ορισμένου στοιχείου της ληξιαρχικής πράξης, που προβλέπεται από το νόμο ως απαραίτητο για τη σύνταξή της και το οποίο από παραδρομή ή και ηθελημένα καταχωρήθηκε στη ληξιαρχική πράξη που έχει συνταχθεί. Μόλις η απόφαση τελεσιδικήσει προσκομίζεται στο ληξιαρχείο και στο δημοτολόγιο, τα οποία είναι υποχρεωμένα να προβούν στην σχετική μεταβολή.
         Τώρα, εφόσον ζητείται αλλαγή ονόματος γι'ανήλικο τέκνο και επειδή η αλλαγή αυτή άπτεται των καθηκόντων της γονικής μερίμνης, και όχι απλώς της επιμελείας, πρέπει αμφότεροι οι έχοντες τη γονική μέριμνα γονείς ή ένας εξ αυτών με εξουσιοδότηση του άλλου να υποβάλλουν την ως άνω αίτηση γι'αλλαγή του κυρίου ονόματος του τέκνου, με τις ίδιες ως άνω προϋποθέσεις (σοβαρότητα λόγου αλλαγής κ.τ.λ.). Σε περίπτωση διαφωνίας άρθρο 1512 ΑΚ ορίζεται ότι, αν οι γονείς κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας, το δε συμφέρον του παιδιού επιβάλλει να ληφθεί απόφαση, αποφασίζει περί τούτου το Δικαστήριο, σε συνδυασμό με το ότι η ονοματοδοσία του τέκνου δεν αποτελεί συστατικό του βαπτίσματος χριστιανού στοιχείο αγόμενο στην ουσία του δόγματος ώστε να απαγορεύεται η μεταβολή του (Ολομέλεια ΑΠ 240/1975, ΝοΒ 23, 655), προκύπτει ότι η ονοματοδοσία του τέκνου είναι δικαίωμα και των δύο γονέων, ως προς το οποίο αποφασίζουν από κοινού και σε περίπτωση διαφωνίας τους, πρέπει να προκληθεί απόφαση περί του δοτέου ονόματος δικαστικώς από το αρμόδιο Δικαστήριο.

___________________________________________________________________________________
ΠΡΟΘΕΣΜΙΑ ΑΠΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΑΠΟ ΑΝΗΛΙΚΟ

Πολλές φορές έχουν γεννηθεί ζητήματα κληρονομίας από ανήλικο τέκνο, το οποίο βέβαια προστατεύεται από το Νόμο και αποδέχεται καταρχάς πάντα με το ευεργέτημα της απογραφής (1527 ΑΚ), δηλ. πρακτικά δεν ευθύνεται για χρέη, ειμή μόνον αποδέχεται το ενεργητικό της κληρονομίας, με την υποχρέωση να κάνει απογραφή της κληρονομίας που κληρονομεί εντός 4 μηνών από τη δήλωση αποδοχής κληρονομίας στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου κατοικίας των γονέων ή ένα έτος από την ενηλικίωσή του 1903,1904 και 1912 ΑΚ. Περαιτέρω, όσον αφορά την προθεσμία αποποιήσεως (η οποία για ενηλίκους κατοίκους εσωτερικού είναι τέσσερις μήνες από την πληροφόρηση της επαγωγής της κληρονομίας(από τότε δηλαδή που έμαθαν ότι κληρονομούν) και ένα έτος αν ο κληρονομούμενος έμενε στο εξωτερικό ή ο κληρονόμος έμενε στο εξωτερικό -1847 ΑΚ),το ίδιο χρονικό όριο ισχύει και για τους ανηλίκους, τους οποίους εκπροσωπούν οι έχοντες τη γονική μέριμνα γονείς (1510 ΑΚ) και στων οποίων το πρόσωπο κρίνεται η γνώση ότι το τέκνο τους κληρονόμησε. Οι τελευταίοι, πρέπει να εξασφαλίσουν την άδεια του Ειρηνοδικείου του τόπου κατοικίας των γονέων του ανηλίκου, στο οποίο πρέπει να παρουσιάσουν όλα τα στοιχεία που δικαιολογούν την αποποίηση υπέρ του ανηλίκου (π.χ. ύπαρξη μόνον χρεών ή δυσαναλόγων χρεών εν σχέσει με τα στοιχεία ενεργητικού). Από την κατάθεση της αιτήσεως και έως τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Ειρηνοδικείου αναστέλλεται η προθεσμία αποποιήσεως. Επίσης, η προθεσμία αναστέλλεται για τους ιδίους λόγους που αναστέλλεται και η παραγραφή των αξιώσεων, δηλ. εάν ο δικαιούμενος ν’αποποιηθεί εμποδίστηκε από δικαιοστάσιο ή άλλο λόγο ανωτέρας βίας ή εμποδίστηκε με δόλο από κάποιον τρίτο.  Εάν ένα ανήλικο τέκνο (πρακτικά οι γονείς του) επιθυμεί ν' αποδεχθεί την κληρονομία δεν έχει παρά να περιμένει την πάροδο της ως άνω προθεσμίας ή, εάν επιθυμεί γρηγορότερα,να λάβει και πάλι άδεια του Δικαστηρίου για δήλωση αποδοχής κληρονομίας.
 Επειδή πολλοί ρωτούν μέχρι ποιο βαθμό συγγένειας φθάνει η αποδοχή πρέπει να ξεκαθαριστεί ότι για ν'αποδεχθεί κάποιος μία κληρονομία (και ο ανήλικος) δεν υφίσταται θέμα βαθμού συγγενείας, αλλά τρόπου κληρονομίας και τάξεως κληρονομίας. Καταρχάς, κάποιος κληρονομεί εξ αδιαθέτου (χωρίς διαθήκη) ή με διαθήκη, στην οποία ο διαθέτης-κληρονομούμενος αναφέρει την τελευταία του βούληση, δηλαδή σε ποιο πρόσωπο επιθυμεί να μεταβιβασθεί η περιουσία του όταν αποβιώσει. Ο Νόμος δίδει τη δυνατότητα στον διαθέτη να διαθέσει την περιουσία του όπου θέλει, ακόμη και σε πρόσωπο με το οποίο δεν είναι συγγενής, με την επιφύλαξη βέβαια των διεκδικήσεων της νομίμου μοίρας από συγγενείς που αποκλείστηκαν από τη διαθήκη. Περαιτέρω, ο Νομοθέτης έχει ορίσει έξι τάξεις κληρονομίας, όπου διαδοχικά ορίζονται οι συγγενείς ή μη που δύνανται να κληρονομήσουν (στην πρώτη είναι οι κατιόντες του κληρονομουμένου με τον/την σύζυγο στο 1/4, δηλ τα τέκνα, τα εγγόνια κ.τ.λ και ο πλησιέστερος αποκλείει τον απώτερο π.χ. όταν ζουν τέκνα του αποβιώσαντος κληρονομούν αυτά και όχι τα τέκνα-εγγόνια του κληρονομουμένου, στη δεύτερη καλούνται μαζί τυχόν αδέλφια του κληρονομουμένου, γονείς κ.τ.λ. με τη σύζυγο στο 1/2, στην τρίτη παπούδες και γιαγιάδες κ.ο.κ.). Επομένως πρακτικά ένα ανήλικο τέκνο μπορεί να κληρονομήσει με διαθήκη από τον οποιονδήποτε και εξ αδιαθέτου συγγενή εξ αίματος από τον οποιονδήποτε (πατέρα, παππού, θείο κ.ο.κ.).

           Αν περάσει η προθεσμία αποποιήσεως, υφίσταται δυνατότητα ακύρωσης της αποδοχής κληρονομίας λόγω παρελεύσεως της προθεσμίας, εφόσον οι γονείς του είχαν ουσιώδη (σημαντική δηλαδή) πλάνη (1857 ΑΚ) , δηλαδή από άγνοια ή εσφαλμένη γνώση της καταστάσεως, που διαμόρφωσε τη βούλησή, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε αν ο κληρονόμος γνώριζε την αληθινή κατάσταση, ως προς το σημείο αυτό, δεν θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποιήσεως. Η εσφαλμένη δε γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί τη μεταξύ βουλήσεως και δηλώσεως διάσταση, η οποία, όταν είναι ουσιώδης, θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δηλώσεως λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερθεισών νομικών διατάξεων για αποδοχή της κληρονομίας (π. χ. οι γονείς πίστευαν, από εσφαλμένη πληροφόρηση, ότι ο ανήλικος υιός τους μπορεί να προβεί σε αποποίηση κληρονομιάς μόνος του όταν γίνει 18 ετών και δεν κληρονομεί μέχρι τότε, επειδή είναι ανήλικος ή ότι νόμιζαν ότι προθεσμία δεν τρέχει για το ανήλικο μέχρι την ενηλικίωσή του ή δεν γνώριζαν καν την ύπαρξη προθεσμίας). Η γνώση των στοιχείων της κληρονομίας (αν δηλαδή είχε πολλά χρέη και οι γονείς νόμιζαν το αντίθετο) δεν δικαιολογεί ουσιώδη πλάνη, οπότε δεν θα γινόταν δεκτή μία αγωγή ακύρωσης με το λόγο αυτόν. Τέλος, προς εξασφάλιση της αξιοπιστίας των συναλλαγών, ο Νομοθέτης έχει ορίσει πολύ σύντομη προθεσμία προκειμένου ν'ασκηθεί η αγωγή αυτή (άρθρο 1857 ΑΚ) και συγκεκριμένα μόλις έξι μήνες από την παρέλευση της προθεσμίας αποποιήσεως. Για το λόγο αυτό, μόλις υπάρξει πληροφόρηση για κάποια κληρονομία αμέσως οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να σπεύσουν σε δικηγορικό γραφείο της επιλογής τους, ώστε να πληροφορηθούν τις δέουσες ενέργειες.
          Εφόσον τώρα δεν καταστεί δυνατή η αποποίηση, αναφέραμε προηγουμένως ότι ο ανήλικος προστατεύεται και θεωρείται ότι κληρονομεί με το ευεργέτημα της απογραφής. Η απογραφή αυτή μπορεί να γίνει εντός ενός έτους από την ενηλικίωσή του, ειδάλλως ο ανήλικος χάνει το ευεργέτημα αυτό και πλέον κληρονομεί και τα χρέη. Βέβαια πρακτικά, εφόσον έχουν παρέλθει πάρα πολλά χρόνια θα υφίσταται παραγραφή των χρεών, αλλά αυτό κρίνεται κατά περίπτωση. Τέλος, εάν υφίστανται δανειστές της κληρονομίας που βιάζονται να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις τους, δύνανται ν' αξιώσουν απ'τους γονείς, που έχουν συνήθως τη διοίκηση της κληρονομίας να συντάξουν απογραφή εντός τεσσάρων μηνών.
           Όσον αφορά το ζήτημα τέκνων που κληρονομούν γονείς, με τους οποίους δεν έχουν επαφές (π.χ. γονείς σε διάσταση, διαζευγμένους κ.τ.λ.) ισχύουν τα ίδια ως άνω, δηλ. μπορεί να κάνει αποποίηση εντός της προβλεπομένης προθεσμίας από τη γνώση ότι κληρονομεί (οπότε εάν δεν γνώριζε τίποτε δεν αρχίζει η προθεσμία) ή ν'αποδεχθεί με το ευεργέτημα της απογραφής. Σε κάθε περίπτωση αυτοί που δραστηριοποιούνται είναι οι ενδιαφερόμενοι γονείς ή γονέας εάν βρίσκονται σε διάσταση κ.ο.κ.
           Εν κατακλείδι και επειδή πρόκειται για εξειδικευμένα ζητήματα που η αντιμετώπισή τους ποικίλλει κατά περίπτωση, φρονώ ότι είναι απαραίτητη η συνεργασία με δικηγορικό γραφείο της επιλογής του ενδιαφερομένου για να μη βρεθεί κάποιος προ δυσαρέστων εκπλήξεων.

___________________________________________________________________________________
ΜΗΝΥΣΗ ΓΙΑ ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ

Εκτός των κλασσικών ενδίκων βοηθημάτων (αίτησης ασφαλιστικών μέτρων-αγωγής διατροφής), διά των οποίων ζητείται η επιδίκαση διατροφών, υφίσταται και άλλη μία δυνατότητα, στον ποινικό αυτή τη φορά Νόμο, της μηνύσεως για μη καταβολή διατροφής, κατ'εφαρμογήν του άρθρου 358 ΠΚ. Όποιος λοιπόν κακόβουλα παραβιάζει την υποχρέωση για διατροφή που αναγνωρίζει ο Νόμος και έχει επιβάλλει έστω και προσωρινά το Δικαστήριο, με τρόπο τέτοιο ώστε ο δικαιούχος της διατροφής να υποστεί στερήσεις ή ν'αναγκαστεί να δεχθεί τη βοήθεια άλλων, τότε τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους, εφόσον βέβαια υποβληθεί έγκληση.
          Η ποινική αυτή τη φορά δίωξη του υποχρέου για διατροφή αποτελεί άλλον έναν μοχλό πίεσης ώστε εκείνος να εξαναγκαστεί να καταβάλλει τη διατροφή που οφείλει. Ο Νομοθέτης, επειδή το ζήτημα είναι ευαίσθητο, προσπαθεί δια πολλαπλών βοηθημάτων υπέρ του δικαιούχου διατροφής να εξαναγκάσει στην καταβολή της. Η διαφορά αγωγής και μήνυσης είναι ότι στην αγωγή η δίκη αφορά περιουσία, δηλ. ζητούμε χρήματα, ενώ στη μήνυση η δίκη αφορά την ποινική του τιμωρία με φυλάκιση επειδή παρεβίασε απόφαση αστικού Δικαστηρίου. Επομένως, διά της μηνύσεως δεν ζητούμε χρήματα, αλλά την καταδίκη του υποχρέου καταβολής διατροφής επειδή δεν κατέβαλλε τα χρήματα που επεδίκασε το αστικό Δικαστήριο. Άρα δεν λαμβάνουμε χρήματα διατροφής από τον υπόχρεο εάν καταδικαστεί με απόφαση ποινικού Δικαστηρίου. Όμως, ο υπόχρεος για δόση διατροφής, εφόσον φθάσει κατηγορούμενος ενώπιον ποινικού Δικαστηρίου, έχει σοβαρό φόβο (ειδικά εφόσον η παράλειψη καταβολής διατροφής αφορά τέκνα, οπότε τα Δικαστήρια βάζουν μεγάλες ποινές, αναλόγως και του αριθμού των τέκνων) μη τυχόν και ξεπεράσει το ένα έτος σε ποινές φυλάκισης, οπότε πλέον δεν έχει και τυπικά δικαίωμα αναστολής των ποινών. Πρακτική συνέπεια σε μία τέτοια περίπτωση (που κάποιος έχει στο ποινικό του μητρώο ποινές άνω του ενός έτους, οπότε δεν μπορεί να λάβει αναστολή) είναι να εξαναγκαστεί, είτε να πληρώσει την ποινή του (ποσά που συνήθως είναι δυσβάσταχτα λόγω του ποσού μετατροπής εκάστης μέρας φυλακίσεως, αλλά και των κατά ποσοστό 95% προσαυξήσεων), είτε να πάει στη φυλακή, κάτι που βέβαια οι περισσότεροι απεύχονται. Για το λόγο αυτό, σε πάρα πολλές περιπτώσεις οι οφειλέτες διατροφών προσπαθούν να έλθουν σε κάποια συνεννόηση με τον/την δικαιούχο διατροφής (αφού έχουν εξαντλήσει όλα τα περιθώρια ενδίκων μέσων, αναβολών κτλ) προκειμένου κατά το κοινώς λεγόμενο «να τα βρουν» και να μην υπάρξει καταδίκη. Η κάθε περίπτωση βέβαια είναι ξεχωριστή και χρήζει διαφορετικής αντιμετωπίσεως. Η μήνυση μπορεί να κατατεθεί σε οποιοδήποτε αστυνομικό τμήμα ή και στην Εισαγγελία, οπότε ζητείται από τον αστυνομικό/Εισαγγελέα η απόφαση που εξαναγκάζει τον υπόχρεο σε καταβολή διατροφής, καθώς και η επιδοτήρια έκθεση, εκ της οποίας προκύπτει ότι ο υπόχρεος έλαβε γνώση της υποχρεώσεώς του να καταβάλλει διατροφή. Επίσης, το έγκλημα είναι διαρκές, και όχι στιγμιαίο, οπότε δεν υπόκειται στα χρονικά όρια του τυπικού αυτοφώρου (που ισχύει για όλη την ημέρα τέλεσης του εγκλήματος συν όλη την επομένη, μέχρι τις 24:00) γεγονός που σημαίνει ότι, εφόσον έχει υποβληθεί έγκληση-μήνυση, είναι δυνατόν ο υπόχρεος να συλληφθεί και να δικαστεί με την αυτόφωρη διαδικασία ακόμη και αρκετές ημέρες μετά την υποβολή της εγκλήσεως-μηνύσεως. Η τέλεση της πράξης θεωρείται ότι έγινε εφόσον παρέλθει το χρονικό σημείο που όριζε η απόφαση του αστικού Δικαστηρίου και ο υπόχρεος δεν καταβάλλει τη διατροφή (π.χ. οι αποφάσεις συνήθως ορίζουν ότι η διατροφή είναι καταβλητέα εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου ημερολογιακού μηνός, οπότε μετά τις 5 κάθε μήνα υφίσταται τετελεσμένο έγκλημα εάν δεν καταβληθεί η διατροφή). Επίσης, εάν ο υπόχρεος συλληφθεί πρώτα και μετά αναγκαστεί λόγω της κατάστασης να δώσει τη διατροφή για την οποία συνελήφθη και δικάστηκε στα πλαίσια της αυτοφώρου διαδικασίας, κανονικά και πάλι θα καταδικασθεί-ενδεχομένως μ'ελαφρυντικά-, διότι δεν αίρεται η κακοβουλία του. Τέλος, εάν ο υπόχρεος δεν συλληφθεί και δεν δικαστεί στα πλαίσια του αυτοφώρου, τότε ο Εισαγγελέας που θα λάβει εις χείρας του την υποβληθείσα μήνυση-έγκληση θα ορίσει ρητή δικάσιμο (η ιδία διαδικασία του ορισμού τακτικής δικασίμου ακολουθείται και σε πολλές περιπτώσεις που κάποιος συλλαμβάνεται στα πλαίσια του αυτοφώρου, λόγω φόρτου των Εισαγγελιών ή φερ'ειπείν λόγω παγίας τακτικής του εκάστοτε Πρωτοδικείου ή λόγω αποφάσεως του κ. Εισαγγελέα υπηρεσίας) και θ'ακολουθηθεί η τακτική διαδικασία, κατά την οποία ο υπόχρεος θα κληθεί να δικαστεί κανονικά. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεως, να διευκρινιστεί ότι και στα πλαίσια του αυτοφώρου η δίκη γίνεται κανονικά, απλά, λόγω της ταχύτητας και της εκτάκτου φύσης του αυτοφώρου δεν υφίστανται έγγραφα κλητήρια θεσπίσματα, προκαταρκτικές εξετάσεις και λοιπές διαδικασίες που ακολουθούνται στην τακτική ποινική διαδικασία.

___________________________________________________________________________________

"Επιτρέπεται ο δικηγόρος να έχει σχέση με πελάτη;"

Το αν ο εκάστοτε επαγγελματίας πρέπει ή δύναται εν πάσει περιπτώσει νομικά να έχει σχέση με τον πελάτη του έχει απασχολήσει στο παρελθόν κυρίως άλλες επιστήμες, όπως η ψυχολογία ή η ψυχιατρική και έχει αναδειχθεί ως ηθικό κυρίως πρόβλημα μέσω κινηματογραφικών ταινιών. Σε νομικό επίπεδο και όσον αφορά το δικηγορικό λειτούργημα δεν υφίσταται καταρχάς κάποια διάταξη Νόμου, η οποία ν'απαγορεύει τη σύναψη σχέσεων με τον πελάτη. Κλασσικό και «επώνυμο» παράδειγμα σύναψης τέτοιας σχέσεως, η οποία οδήγησε και σε γάμο, είναι το παράδειγμα Λυκουρέζου-Λάσκαρη, για το οποίο ο κ. Λυκουρέζος είχε δηλώσει δημόσια: Μπορεί να έχασα την υπόθεση, αλλά κέρδισα τη Ζωή (Λάσκαρη εννοείται). Απο'κει και πέρα, υφίσταται το «γενικό ηθικό κριτήριο» για το εάν πρέπει να συναφθεί μία σχέση μεταξύ δικηγόρου και εντολέα, καθώς και το κριτήριο του επαγγελματισμού. Δηλαδή, εάν κάποιος εκ των δύο είναι π.χ. ήδη έγγαμος ή εάν κάποιος επιθυμεί να διαχωρίζει την επαγγελματική από την προσωπική ζωή κ.ο.κ. Όσον αφορά το πρακτικό μέρος της αποδόσεως-επιδόσεως ενός/μίας δικηγόρου στην υπόθεση του εντολέως με τον/την οποίο/οποία θα συνάψει σχέση, φρονώ ότι συνήθως η σύναψη σχέσεως θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα για τον/την εντολέα, διότι ο/η δικηγόρος θα επιδείξει εκ των πραγμάτων περισσή «επιμέλεια» της όποιας υποθέσεως. Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν υφίσταται κάποιο σταθερό κριτήριο, το οποία να καθορίζει από πλευράς σκοπιμότητας ή πρακτικής το εάν πρέπει να συνάπτονται σχέσεις μεταξύ δικηγόρου-εντολέως. Από μία μόνον δικαιοπολιτική άποψη και ούσα δικηγόρος πιστεύω ότι ο κάθε δικηγόρος πρέπει επαγγελματικά να προσέχει πάρα πολύ τη σύναψη τυχόν σχέσεων με εντολέα, μήπως θεωρηθεί ότι κάνει «κατάχρηση» της θέσεώς του/της, οπότε τελικώς χαρακτηρισθεί εκμεταλλευτής/εκμεταλλεύτρια του/της εντολέως. Είναι ο ίδιος λόγος που -πολύ περισσότερο- αφορά το επάγγελμα του ψυχιάτρου/ψυχολόγου, ο οποίος λόγω της φύσεως της σχέσης με τον ασθενή/παρακολουθούμενο ασκεί εκ των πραγμάτων μία «εξουσιαστική» σχέση. Κατά τα λοιπά, η τυχόν σύναψη σχέσεως εκ του αποτελέσματος και της εξελίξεώς της θα δείξει εάν έπρεπε τελικά να συναφθεί ή όχι.

___________________________________________________________________________________

ΣΥΝΗΘΗ ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ


Πώς ζητάς διαζύγιο από κάποιον που εξαφανίστηκε;

Ισχύει νομικά η εγκατάλειψη εγκύου και πώς μπορεί να κινηθεί μια έγκυος σε αυτή τη περίπτωση (όχι μόνο για διαζύγιο αλλά και για εκτός γάμου κύηση);

Είναι παράνομη η τοξικολογική εξέταση πρώην συζύγου όταν ο/η πρώην σύζυγος γνωρίζει ή υποψιάζεται ότι είναι χρήστης και κινδυνεύει η ασφάλεια των παιδιών;

Είναι παράνομο να κατατεθούν στο δικαστήριο ως αποδεικτικά για κάποια υπόθεση, οι συνομιλίες στο διαδίκτυο ή τα sms στο κινητό; Συνίσταται παραβίαση προσωπικών δεδομένων ή όχι;

Υπό ποιες προϋποθέσεις αφαιρείται η γονική μέριμνα από τον έναν γονιό και ποια η διαδικασία;



Απάντηση 1: Όταν ένας εκ των συζύγων επιθυμεί διαζύγιο, αλλά ο έτερος έχει εξαφανιστεί μπορεί, είτε να τον καλέσει στην τελευταία γνωστή διεύθυνση, είτε να κάνει επίδοση της αγωγής διαζυγίου ως αγνώστου διαμονής. Η πρώτη επιλογή εφαρμόζεται πολλές φορές στην πράξη προκειμένου ν'αποφευχθούν μεγάλες χρεώσεις που συνεπάγεται η επίδοση ως αγνώστου διαμονής (η οποία χρειάζεται δημοσιεύσεις σ'εφημερίδα κ.τ.λ.) με ανάληψη του ρίσκου να εμφανιστεί κάποτε ο σύζυγος και να προσβάλλει την απόφαση. Όμως συνήθως, εφόσον ο/η σύζυγος είναι εντελώς εξαφανισμένος/η, σπανίως μία απόφαση διαζυγίου που εκδίδεται βασισμένη σε μία τέτοια επίδοση προσβάλλεται, δεδομένων και των εξόδων που συνεπάγεται μία τέτοια προσβολή με ένδικα μέσα. Τώρα, εφόσον γίνει κλήση ως αγνώστου διαμονής, ο εξαφανισμένος σύζυγος και πάλι μπορεί να προσβάλλει την απόφαση με ένδικα μέσα, πλην όμως μόνον για ουσιαστικούς λόγους (φερ'ειπείν διότι δεν υπήρξε κλονισμός της εγγάμου συμβιώσεως) και δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι δεν έγινε σωστή επίδοση της αγωγής.

Απάντηση 2: Η εγκατάλειψη εγκύου ισχύει και σε ποινικό και σε αστικό (περιουσιακό επίπεδο). Καταρχάς το άρθρο 359 του ποινικού κώδικα ορίζει ότι: «Όποιος εγκαταλείπει σε απορία ή με άλλο τρόπο αβοήθητη μία γυναίκα που έμεινε απ` αυτόν έγκυος και που λόγω της εγκυμοσύνης ή του τοκετού της δεν μπορεί να φροντίσει τον εαυτό της τιμωρείται με Φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η ποινική δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από  έγκληση»., Περαιτέρω, στον αστικό κώδικα ορίζεται στο άρθρο 1503 (Δαπάνες τοκετού και διατροφής της άγαμης μητέρας) ότι:
Σε περίπτωση όπου ένα τέκνο γεννήθηκε χωρίς γάμο της μητέρας του, το δικαστήριο μπορεί, ύστερα από αίτησή της, να καταδικάσει τον πατέρα που αναγνωρίστηκε δικαστικώς, ακόμη και αν το τέκνο γεννήθηκε νεκρό: 1. στην καταβολή των δαπανών του τοκετού, 2. σε διατροφή της μητέρας, εφόσον αυτή αδυνατεί να διαθρέψει τον εαυτό της, επί δύο μήνες πριν από τον τοκετό και τέσσερις ύστερα από αυτόν, ή, αν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις, το πολύ επί ένα έτος. Η αξίωση της μητέρας δεν παύει με το θάνατο του πατέρα και παραγράφεται όταν περάσουν τρία έτη από τον τοκετό. Αξίωση αποζημίωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες, δεν αποκλείεται.

Επομένως, διά του ως άνω άρθρου η εγκαταλειφθείσα έγκυος δύναται να στραφεί δικαστικά κατά του υπαιτίου και να αιτηθεί διατροφή και αποζημίωση για την εν γένει συμπεριφορά του, η οποία νομικά μπορεί να βασιστεί και σε άλλες διατάξεις του ΑΚ περί αδικοπραξιών. Τέλος, δύναται εφόσον η συμπεριφορά του υπαιτίου αντίκειται στα χρηστά ήθη, να αιτηθεί και επιδίκαση χρηματικού ποσού ως χρηματική ικανοποίηση (η οποία διαφοροποιείται από την αποζημίωση νομικά).

Απάντηση 3: Η τοξικολογική εξέταση δεν είναι παράνομη.Εφόσον κάποιος εκ των συζύγων πιθανολογείται ότι κάνει χρήση ναρκωτικών ουσιών ή είναι αλκοολικός ο άλλος σύζυγος μπορεί με αίτησή του στον Εισαγγελέα να αιτηθεί την εξέτασή του από ειδικούς και ν'αποφασιστεί ακόμη και η ακουσία του νοσηλεία (το ίδιο μπορεί να κάνει σε περίπτωση ψυχοπαθείας).Περαιτέρω, μπορεί να υποβάλλει σχετική έγκληση για τυχόν βιαιοπραγίες που έχουν λάβει χώρα (διότι συχνά στις περιπτώσεις αυτές λαμβάνουν χώρα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, και τότε αποφασίζει ο άλλος σύζυγος να αιτηθεί δικαστική προστασία) και φυσικά μπορεί να αιτηθεί τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων με ειδικό αίτημα για απομάκρυνση του συζύγου εκ της συζυγικής οικίας ή την άδεια αποχώρησης του συζύγου που έχει το πρόβλημα σε άλλο ασφαλές οίκημα. Οι περιπτώσεις αυτές παρουσιάζουν δυστυχώς πολλά προβλήματα διότι ο βλαπτόμενος σύζυγος δυσκολεύεται πολλές φορές λόγω φόβου να αιτηθεί προστασία και μόνο όταν η κατάσταση γίνεται πλέον έκρυθμη και αδιέξοδη αποφασίζει να ζητήσει τη συμβουλή δικηγόρου.

Απάντηση 4: Συνηθίζεται πολλές φορές στην πράξη να προσκομίζονται εκτυπωμένες σελίδες από μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή sms, εκ των οποίων αποδεικνύονται κάποια γεγονότα (π.χ. ότι κάποιος απείλησε κάποιον). Η επίκληση τέτοιων αποδεικτικών μέσων δεν αποτελεί κατά την άποψή μου παραβίαση προσωπικών δεδομένων διότι, όσον αφορά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι αναρτήσεις έχουν δημόσια χροιά και μπορούν πολλές φορές να τις δουν πολλοί. Επίσης, εφόσον το αποδεικτικό μέσο αφορά και τον επικαλούμενο (π.χ. του απειλούμενο) δεν τίθεται θέμα προσωπικού δεδομένου, διότι ο επικαλούμενος εκουσίως προσκομίζει δικό του προσωπικό στοιχείο. Εξ άλλου, προσωπικό δεδομένο σύμφωνα με το Νόμο αποτελεί κάθε τι που αφορά σε προσωπικές θρησκευτικές, σεξουαλικές κ.ο.κ. προτιμήσεις, οι οποίες δεν πρέπει να γίνονται αντικείμενο επεξεργασίας από τρίτους. Δεν μπορεί όμως κάποιος να προσκομίσει ως αποδεικτικό μέσο κάποιο βίντεο ή φωτογραφία που έχει ληφθεί άνευ της θελήσεώς του άλλου και αφορά σε προσωπικά του ζητήματα σύμφωνα με το Νόμο. Η χρήση τέτοιων αποδεικτικών μέσων απαιτεί πάντως προσοχή διότι ο Νόμος περί προσωπικών δεδομένων προβλέπει σε περίπτωση παραβίασης αυστηρές ποινές, αλλά και ελάχιστο ποσό αποζημίωσης 10.000 €. Επομένως, θα πρέπει ο νομικός παραστάτης, αφενός να ενημερώνει τον εντολέα του για ενδεχομένους κινδύνους απ'τη χρήση τέτοιου είδους αποδεικτικών μέσων και αφετέρου να ρωτά και επ'ακροατηρίω (εφόσον το αποδεικτικό μέσο είναι παράνομο) τον αντίδικο εάν συναινεί στην επίκληση π.χ. ενός βίντεο που τον απεικονίζει, ώστε ο τελευταίος να μην μπορεί μετά να ισχυρισθεί ότι δεν συνήνεσε στην προβολή ενός τέτοιου αποδεικτικού μέσου. Φυσικά, σε αυτή την περίπτωση συναινέσεως και πάλι δεν εξαλείφεται ο κίνδυνος κυρώσεων, δεδομένου ότι μπορεί να γίνει αναφορά στην αρχή προστασίας προσωπικών δεδομένων (η οποία δρά ανεξάρτητα). Τέλος, για να είναι απολύτως σίγουρος και να μην αμφιταλαντεύεται μπορεί να αιτηθεί τη γνωμοδότηση της αρχής προστασίας προσωπικών δεδομένων για το εάν δύναται νομίμως να χρησιμοποιήσει κάποιο αμφιλεγόμενο αποδεικτικό μέσο.

Απάντηση 5: Η αφαίρεση της γονικής μέριμνας (η οποία υπό φυσιολογικές περιστάσεις ανήκει εκ του Νόμου εις αμφοτέρους τους γονείς) μπορεί πρακτικά να λάβει χώρα σε περίπτωση που ο ένας γονέας είναι επικίνδυνος ή επιβλαβής για το τέκνο. Σε περίπτωση αφαίρεσης ο γονέας που χάνει το σχετικό δικαίωμά του δεν έχει πλέον κανένα λόγο σχετικά με τα ζητήματα του τέκνου, ούτε δύναται να επέμβει, να γνωμοδοτήσει κ.τ.λ. και ο γονέας που έχει τη γονική μέριμνα δρα αποκλειστικά κατά το δικό του δοκούν. Η διαδικασία προβλέπει την άσκηση ειδικής αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, με αίτημα την αφαίρεση της γονικής μέριμνας. Κατά τη συζήτηση της αγωγής αυτής εξετάζεται υποχρεωτικά κεκλεισμένων των θυρών μόνο απ'τον πρόεδρο του Δικαστηρίου και το τέκνο εφόσον δύναται να επικοινωνήσει. Κατά τα λοιπά ακολουθείται η συνήθης αποδεικτική διαδικασία, δηλαδή επίκληση εγγράφων, εξέταση μαρτύρων κ.τ.λ. Ο Αστικός κώδικας προβλέπει λεπτομερώς όλες τις περιπτώσεις για τη γονική μέριμνα (φερ'ειπείν τι γίνεται σε περίπτωση που ο ένας γονέας δεν μπορεί ν'ασκήσει ορθώς τα καθήκοντά του, σε περίπτωση που και οι δύο γονείς είναι επικίνδυνοι ή ανίκανοι, οπότε διορίζεται επίτροπος του ανηλίκου κ.ο.κ.).

___________________________________________________________________________________
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΨΕΥΔΩΝ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΩΝ
Ένα μόνιμο και δυσεπίλυτο πρόβλημα ενός μαχίμου δικηγόρου, αλλά και πολύ περισσότερο του Δικαστή που πρόκειται να κρίνει (δεδομένου ότι εκείνος φέρει το βάρος της κρίσεως, η οποία πρέπει να είναι δίκαιη) είναι οι τυχόν ψευδείς καταγγελίες και εν γένει στοιχεία που επικαλείται κάποιος εκ των διαδίκων και μπορούν να οδηγήσουν σε εσφαλμένα αποδεικτικά συμπεράσματα. Οι καταγγελίες ή το οποιοδήποτε άλλο στρεψόδικο αποδεικτικό μέσο συνήθως περιβάλλεται τον έγγραφο τύπο, είτε με τη μορφή βεβαιώσεως, είτε εγγράφου καταθέσεως. Ένα διαδεδομένο, πολλάκις «κατασκευασμένο» στοιχείο είναι οι ιατρικές βεβαιώσεις για «φερόμενες» ζαλάδες, άλγη, εκδορές κ.ο.κ. που προέρχονται από «αναφερόμενο ξυλοδαρμό» (παγία έκφραση στις χορηγούμενες βεβαιώσεις) και προσκομίζει κάποιος εκ των διαδίκων (συνήθως γυναίκες), προκειμένου ν'αποδείξουν κακοποίηση εκ του αντιδίκου. Το συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο βεβαιώνει σαφώς κατί που ο ίδιος ο «παθών» αναφέρει και που βέβαια μόνον ο ίδιος ξέρει! Συνεπώς, πρέπει να εφιστάται η προσοχή σε τέτοιες διατυπώσεις και πάντα να τονίζεται το περιεχόμενο τέτοιων βεβαιώσεων. Επίσης, ειδικά στις οικογενειακές διαφορές, κατά κόρον προσκομίζονται αντίγραφα του βιβλίου συμβάντων των αστυνομικών τμημάτων, όπου αναφέρονται κατ'ουσίαν παράπονα των εμπλεκομένων μερών προς τους αντιδίκους ότι φερ'ειπείν κάποιος εκ των γονέων δεν έδωσε το τέκνο στα πλαίσια της επικοινωνίας -καθ'όλου ή καθυστερημένα-, ότι κάποιος εκ των εμπλεκομένων εξύβρισε τον άλλον κ.ο.κ. Τα Δικαστήρια τείνουν συνήθως να δέχονται τις ιατρικές βεβαιώσεις προκειμένου να θεωρήσουν αποδεδειγμένη την κατηγορία σωματικής βλάβης, σε συνδυασμό βέβαια και με κάποια μαρτυρία κάποιου προσώπου. Το μόνο όπλο που έχει ο διάδικος, ο υπερασπιστής δικηγόρος του και εν τέλει ο Δικαστής έναντι των κιβδήλων αποδεικτικών μέσων είναι η συνδυαστική, ορθή θεώρηση και ανάδειξη του συνόλου των αποδεικτικών μέσων μίας δίκης και βέβαια η λογική. Μπορεί φερ'ειπείν κάποιος να επικαλεστεί μία ιατρική βεβαίωση ξυλοδαρμού από έναν αντίδικο και δι'ενός σεβαστού αριθμού μαρτύρων ν'αποδειχθεί ότι κατά την ημέρα του φερομένου ξυλοδαρμού ο φερόμενος δράστης απουσίαζε σε μακρινό μέρος (το γνωστό σε όλους άλλοθι). Από προσωπική εμπειρία μου έχει τύχει γυναίκα εντολέας μου να «βάλλεται» υπό του συζύγου της με αιτιάσεις κακής άσκησης των μητρικών της καθηκόντων αιτούμενος την επιμέλεια ανηλίκου τέκνου (μάλιστα ο αντίδικος ανέφερε ότι η μητέρα καθόταν όλη μέρα και δεν ησχολείτο με το τέκνο, ενώ υπήρχε θέμα διότι ελάμβανε κάποια φάρμακα!), ενώ απεδείχθη ότι εκ των πραγμάτων και εκ της φύσεως της εργασίας του δεν μπορούσε ο πατέρας ν'ασχοληθεί με την επιμέλεια ανηλίκου τέκνου -χρονικά και ποιοτικά-και μάλιστα θήλεος, ούτε βέβαια είχε ασχοληθεί ποτέ (οπότε δεν ήταν λογικό «ξαφνικά» να θεωρεί τη μητέρα ανίκανη προς εκτέλεση των καθηκόντων της). Δυστυχώς, κατά την άποψή μου οι αιτιάσεις του πατρός σε επίπεδο προσωρινής διαταγής εμπόδισαν το Δικαστήριο να εκδώσει προσωρινή διαταγή που να δίδει την επιμέλεια στη μητέρα, ενώ παράλληλα δεν την έδωσε ούτε στον πατέρα!!! Βεβαίως λεκτέο ότι η διαδικασία της προσωρινής διαταγής στα πλαίσια των ασφαλιστικών μέτρων (για την οποία ο Δικαστής αποφαίνεται εντός 48 ωρών) δεν έχει καμμία σχέση με την κυρία διαδικασία στα πλαίσια κυρίας αγωγής, τόσο από πλευράς χρόνου, όσο και από πλευράς δικαννικής πεποιθήσεως (δηλ. της άποψης που θα σχηματίσει ο Δικαστής για της υπόθεση), αφού στ'ασφαλιστικά μέτρα αρκεί η πιθανολόγηση για τον Δικαστή, ενώ στην κυρία αγωγή πρέπει να έχει πεισθεί πλήρως από τους ισχυρισμούς των διαδίκων ώστε να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα. Επίσης, στις οικογενειακές διαφορές και κυρίως σ'αυτές που αφορούν την επιμέλεια τέκνων ο Δικαστής έχει και άλλα «εργαλεία» προκειμένου να μορφώσει δικαννική πεποίθηση, όπως η απευθείας και κατ'ιδίαν επικοινωνία με το ανήλικο τέκνο του οποίου διεκδικείται η επιμέλεια ή η η τυχόν έκθεση κοινωνικής ερεύνης που διατάσσεται υπό του Εισαγγελέως αιτήσει τινός των διαδίκων, ώστε να διαπιστωθούν οι συνθήκες διαβίωσης του τέκνου και επέκεινα να καταστεί ευκολότερα κατανοητό με ποιον πρέπει να διαβιοί το τέκνο.
      Εν κατακλείδει και προκειμένου κάποιος να προφυλαχθεί από τις δόλιες και στρεψόδικες ενέργειες κάποιου αντιδίκου του πρέπει να προετοιμαστεί κατά το δυνατόν κατάλληλα, σε συνεργασία με τον δικηγόρο που εμπιστεύεται και βέβαια να μην αφήνει «κενά» σημεία επί γεγονότων που δύνανται να διαστρεβλωθούν π.χ. να παραδίδει το τέκνο στην προκαθορισμένη ώρα επικοινωνίας που αναφέρει η δικαστική απόφαση παρουσία μαρτύρων, ώστε να δύναται ν'αμυνθεί σε ενδεχομένη ψευδή μήνυση του αντιδίκου για μη παράδοση του τέκνου. Επίσης, σε τυχόν έγγραφη συμφωνία για την επικοινωνία φερ'ειπείν του τέκνου να μην αρκούνται σε αόριστες διατυπώσεις του τύπου «η επικοινωνία θα γίνεται κατόπιν συμφωνίας των γονέων», διότι σε αυτές τις αοριστίες εδράζονται τυχόν στρεψοδικίες και προσπάθειες αλλοίωσης της αληθείας.Η κάθε περίπτωση βέβαια είναι ξεχωριστή και θέλει ειδική αντιμετώπιση και ειδικά στις οικογενειακές διαφορές, όπου πολλοί εκ των διαδίκων ορμώνται από εκδικητικά κίνητρα και εγωϊστικές παρορμήσεις και παρασύρονται σε ενέργειες, που, όχι μόνον δεν άγουν προς επίλυση της διαφοράς και κατά συνέπεια σε ειρήνευση (ειδικά όταν υφίστανται τέκνα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε ψυχική τους επιβάρυνση), αλλά επιπλέον διευρύνουν τα πλαίσια των δικαστικών διενέξεων, με αποτέλεσμα να βρίσκονται συχνά στις δικαστικές αίθουσες, με περαιτέρω συνέπεια την ψυχοσωματική ταλαιπωρία, την επιβάρυνση εξόδων και εν τέλει την επιβάρυνση των Δικαστηρίων με ταλαιπωρητικές και χρονοβόρες δικογραφίες.


ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΚΑΙ Η ΠΑΝΤΙ ΤΡΟΠΩ ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ ΕΝ ΟΛΩ Η ΕΝ ΜΕΡΕΙ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΕΓΓΡΑΦΗ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΞΑΝΤΟΣ.