ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΕΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΕΣ-ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΝΟΜΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ
Γιατί αργούν τα θύματα να καταγγείλουν;
Το τελευταίο διάστημα καταγγελίες για νοσηρές και φυσικά αξιόποινες πράξεις σεξουαλικής φύσεως κατακλύζουν καθημερινά τα μέσα μαζικής ενημερώσεως και τα αλληλοδιάδοχα σοκ της κοινής γνώμης είναι καθημερινότητα. Εκτός των φυσιολογικών συναισθημάτων αποστροφής για τέτοια φαινόμενα, γεννώνται άμεσα κάποια εύλογα ερωτήματα που τίθενται από τον «δικηγόρο του διαβόλου» και σκοπό έχουν να ψηλαφήσουν τις «λεπτομέρειες» και τις παραμέτρους τέτοιου είδους εγκλημάτων. Το βασικό ερώτημα που ανακύπτει είναι γιατί δεν γίνεται άμεση καταγγελία. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία των μελετών δυστυχώς ελάχιστοι βιασμοί και εγκλήματα που αφορούν την γενετήσια ελευθερία καταγγέλλονται απο τα θύματά τους. Οι καταγγελίες ανέρχονται μόλις σε ποσοστό 6% ,ενώ σε ποσοστό 95% τα θύματα είναι γυναίκες. Οι θύτες είναι άτομα με πείρα στην ζωή και συνήθως κάνουν κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης που έχουν. Από την άλλη πλευρά τα θύματα συνήθως είναι νεαρά άτομα, που αιφνιδιάζονται πλήρως από τέτοιες συμπεριφορές και βέβαια δεν έχουν την εμπειρία να ανταπεξέλθουν σε τέτοιες καταστάσεις, αισθανόμενα παράλληλα και συναισθήματα «ενοχής» για το εις βάρος τους έγκλημα. Ως φυσιολογική αντίδραση του θύματος στο ψυχικό τραύμα είναι πολλές φορές η αδυναμία για ανάκληση στην μνήμη του των δυσαρέστων γεγονότων, κάτι που δρα και ενάντια στην αξιοπιστία της μαρτυρίας ενός θύματος. Άλλωστε, ουδείς είναι ψυχολογικά προετοιμασμένος να δεχτεί ένα τόσο απεχθές και βίαιο γεγονός (ειδικά εάν είναι ανήλικος) και για αυτό το θύμα σε πολλές περιπτώσεις επιζητεί μηχανισμούς και λόγους προκειμένου να «αμφισβητήσει» το γεγονός στον εσωτερικό του κόσμο. Στις περιπτώσεις που ο θύτης είναι κάποιος που χαίρει της εμπιστοσύνης του θύματος , τότε είναι πολύ πιθανόν να χρειαστούν χρόνια προκειμένου το θύμα να αναγνωρίσει ως βία αυτό που συνέβη, ειδικά εάν είναι μικρής ηλικίας (να σημειωθεί ότι ειδικά οι ανήλικοι έχουν την τάση να εμπιστεύονται πλήρως, χωρίς επιφύλαξη). Αρκεί να αναφερθεί ότι σε καταγγελίες τους προς τηλεφωνικές γραμμές ψυχολογικής υποστήριξης τα θύματα ζητούν πολλές φορές επιβεβαίωση σχετικά με το αν τελικά αυτό που τους συνέβη ήταν βιασμός. Οι θύτες με την στάση τους ενδυναμώνουν το συναίσθημα αμφιβολίας και προκαλούν αδυναμία αντίδρασης του θύματος. Γενικότερα, οι θύτες έχουν την ικανότητα να φερονται πειστικά, να εμφανίζουν την συμπεριφορά τους ως φυσιολογική (δεδομένης της αγνοίας των ανηλίκων περί των σεξουαλικών εμπειριών), σαν να μην συνεβη κάτι κακό ή τουλάχιστον περίεργο και σε πολλές περιπτώσεις το εμφανίζουν σαν αστείο. Η στάση τους αυτή είναι τόσο πειστική που μπερδεύει το θύμα κάνοντας το να νιώθει και ενοχές που τόλμησε να σκεφτεί κάτι τόσο άσχημο για τον βιαστή του. Σε πολλές δε περιπτώσεις βιασμών τα θύματα είναι σφόδρα πιθανόν να αποκτήσουν σαν αμυντικό μηχανισμό απώθησης του απεχθούς περιστατικού την λεγόμενη "αποπροσωποποίηση " και να αμφιβάλλουν αν ήταν οι ίδιοι αποδεκτες του βίαιου περιστατικού ή κάποιος άλλος. Το εναλλακτικό «όπλο» των θυτών, εάν οι ως άνω μέθοδοι δεν τελεσφορήσουν και εφόσον καταλάβουν ότι το θύμα πρόκειται να τους καταγγείλει, είναι οι απειλές για πρόκληση κακού στο θύμα ή στην οικογένειά του, είτε με την μορφή σωματικών βλαβών, είτε με την μορφή κοινωνικής και οικονομικής του καταστροφής. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις τα θύματα ενδίδουν επειδή είναι απλά ευάλωτα στην δεσπόζουσα θέση του θύτη και εξαρτώνται από αυτόν (π.χ. εργαζόμενος που έχει ανάγκη την εργασία του και υποκύπτει στον εργοδότη). Ο συναισθηματικός λοιπόν αιφνιδιασμός του θύματος, με έντονο το στοιχείο της επιβολής, το σοκ που υφίσταται, σε συνδυασμό με ενδεχόμενες απειλές για επέλευση κακού στην ζωη του θύματος εάν μιλήσει ή με εν γένει εκφοβισμούς λόγω της δεσποζούσης θέσεως του θύτη καθιστούν, τουλάχιστον στις περισσότερες των περιπτώσεων, προσωρινά «ανενεργό» το θύμα. Εν συνεχεία και αναλόγως του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος του θύματος, το θύμα επιπροσθέτως φοβάται την χλεύη ή ακόμη και τον διασυρμό στο στενό οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, καθώς και συνέπειες οικονομικής φύσεως εάν ο θύτης είναι οικονομικά εύρωστος, διότι ενδεχομένως θα «καταδιώξει» το θύμα ενώπιον των Δικαστηρίων με συνεχείς δίκες, αγωγές αποζημιώσεως, μηνύσεις κτλ. Δεδομένης δε της δύσκολης απόδειξης τέτοιου είδους εγκλημάτων, ιδίως εάν δεν υπάρχουν ιατρικές ενδείξεις κακώσεων (όπως π.χ. σε περίπτωση βιασμού), οι οποίες πρέπει να διαγνωστούν και να αποτυπωθούν άμεσα από ειδικό, το θύμα τέτοιων συμπεριφορών αποθαρρύνεται στις πιο πολλές περιπτώσεις να καταγγείλει την τέλεση εγκλήματος σεξουαλικής φύσεως εις βάρος του και πρέπει να μεσολαβήσει η δημιουργία ενός, έστω ατύπου, κινήματος αποκαλύψεων, ώστε να παρακινηθεί να καταγγείλει το συμβάν. Είναι βέβαια πολύ πιο δύσκολο να αποδειχθεί νομικά η τέλεση ενός τέτοιου εγκλήματος ύστερα από έτη και, ειδικά εγκλήματα πλημμεληματικής φύσεως, έχουν ήδη υποπέσει σε παραγραφή, με αποτέλεσμα να μην ερευνώνται καν επι της ουσίας (σημείωση: Πλημμέλημα είναι το έγκλημα που τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως από δέκα ημέρες έως πέντε έτη, ενώ κακούργημα είναι το έγκλημα που τιμωρείται με κάθειρξη από πέντε έως δέκα πέντε έτη).Το γεγονός αυτό που δημιουργεί και μία περιρρέουσα ατμόσφαιρα «αδικίας» (δεν είναι σπάνια η ρήση: «δεν υπάρχει Νόμος»), ακόμη και «συγκάλυψης» στην κοινή γνώμη, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει άνευ ετέρου δεν σημαίνει ότι το νομικό πλαίσιο είναι ανεπαρκές ή εντελώς ανύπαρκτο.
Γιατί βγαίνουν οι υποθέσεις αυτές καιρό μετά;
Είναι λογικό κάποια στιγμή να ωριμαζουν οι συνθήκες ώστε ένα θύμα να οδηγηθεί τελικά στην καταγγελία, είτε γιατί ανέσυρε ξεκάθαρα από την μνήμη του το απεχθές και απωθημένο γεγονός με κάθε λεπτομέρεια , είτε διότι η παρέλευση του χρόνου αποδυνάμωσε κάθε αμφιβολία και οδήγησε σε απόλυτη συνειδητότητα σχετικά με αυτό. Εξάλλου , η αλλαγή των συνθηκών και του περιβαλλοντος που ζει πλέον το θύμα είναι ενδεχόμενο να ωρίμασαν τον χαρακτήρα του και να δυνάμωσαν την θέληση του ώστε να οδηγηθεί τελικά στην καταγγελία. Ας μην ξεχνούμε ότι το προσφατο κίνημα "Me Too" έδωσε το σθένος σε πολλά θύματα και τους έδωσε την δυνατότητα να καταγγείλουν πολλά περιστατικά βιασμών ή ασελγων πράξεων. Εξάλλου, για να καταστεί δυνατό τέτοιου τύπου εγκλήματα να καταγγελονται γρήγορα θα πρέπει να έχουμε ενημερωμένους και ώριμους πολίτες πάνω στο θέμα, οι οποίοι να μπορούν να αντιληφθούν την σοβαρότητα του προβλήματος και να μην το θεωρούν θέμα «ταμπού», στοχοποιώντας και χλευαζοντας τα θύματα από την μια πλευρά, απέχοντας δε από την καταγγελία περιστατικών που γνωρίζουν κατ'εφαρμογήν του γνωστού ρητού «που να μπλέξω».
Είναι επαρκές το νομικό πλαίσιο;
Οπωσδήποτε ο Νόμος σε οποιοδήποτε πεδίο τροποποιείται συν τω χρόνω αναλόγως των κοινωνικών πεποιθήσεων και αναγκών. Στην περίπτωση των σεξουαλικής φύσεως εγκλημάτων θεωρώ ότι είναι επιτακτική η επέκταση του χρόνου παραγραφής των πλημμελημάτων σε βάρος ανηλίκων από την ενηλικίωσή τους (ή και αργότερα) και μετά, όπως συμβαίνει με τα κακουργήματα . Το άρθρο 113 παρ.6 του παλαιού Π.Κ. ανέφερε πως η παραγραφή για σεξουαλικά κακουργήματα κατά ανηλίκων ξεκινά από τα 21 έτη και για τα πλημμελήματα από τα 19. Στον νέο Π.Κ. κατηργήθη η ως άνω ρύθμιση και πλέον υφίσταται πρόβλεψη αναστολής της παραγραφής έως ενηλικιώσεως του ανηλίκου θύματος μόνον για τα κακουργήματα, και όχι για τα πλημμελήματα. Δέον όπως υπάρξει αναστολή και στις δύο περιπτώσεις μέχρι τα 19 έτη για τα πλημμελήματα και μέχρι τα 21 έτη για τα κακουργήματα (όπως ισχύει στον Ν. 3500/2006 περί ενδοοικογενειακής βίας, εφόσον τελεσθεί κακούργημα κατά ανηλίκου μέλους οικογενείας). Επίσης δέον όπως προβλεφθεί το αυτεπάγγελτο της δίωξης για αυτά τα εγκλήματα, να μην χρειάζεται δηλαδή υποβολή έγκλησης του θύματος σε καμμία περίπτωση. Έτσι θα ξεπεραστεί το παράδοξο από την μια να αναστέλλεται η παραγραφή έως την ενηλικίωση του δράστη, αλλά να τρέχει η προθεσμία υποβολής έγκλησης για τα μη αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα, που είναι τρίμηνη. Πρέπει επίσης να θεωρηθεί ως επιβαρυντική περίσταση σε όλα τα γενετήσια εγκλήματα η διάπραξή τους σε βάρος ανηλίκου, και όχι να υπάρχει διαβάθμιση ποινών αναλόγως της ηλικίας του θύματος. Ακόμη, θεωρώ αποτελεσματικό το να διώκεται η παιδεραστία (συνουσία ή ισοδύναμες πράξεις χωρίς άσκηση βίας) ως κακούργημα, χωρίς καμιά ηλικιακή διαβαθμιση (Σήμερα αν ο ανηλικος είναι 15 ετών και άνω, το αδίκημα είναι πλημμέλημα). Πρέπει επίσης να επιμηκυνθεί η παραγραφή για τα αδικήματα που αφορούν ανηλίκους στα 20 χρόνια (πλέον της αναστολής της παραγραφής) λόγω της ουσιαστικής αδυναμίας του ανηλίκου να προστατευτεί . Αναφορικά δε με την ποινή τέτοιων εγκλημάτων θα πρέπει να υπάρχει πραγματική έκτιση των ποινών που επιβάλλονται (σημειωτέον ότι ο ισχύων ΠΚ μείωσε το πλαίσιο ποινής των κακουργημάτων από τα είκοσι στα δέκα πέντε έτη), με παράλληλη ιατρική παρακολούθηση του καταδικασθέντος καθ’όλη την διάρκεια της εκτέλεσης της ποινής, αλλά και μετά από αυτήν, προς αποφυγήν τέλεσης νέων εγκλημάτων. Στην μείωση δε τέτοιου είδους εγκλημάτων θα βοηθήσει πολύ η ενδυνάμωση των υπαρχουσών κοινωνικών δομών και η ουσιαστική επιτέλους ενεργοποίηση της κοινωνικής υπηρεσίας (η ίδρυσή της έχει προβλεφθεί με Νόμο του 1997, αλλά ποτέ δεν λειτούργησε στην πράξη), η οποία μπορεί να συνεργαστεί με τις αρμόδιες ποινικές και αστυνομικές αρχές και να παρέξει πολύτιμες υπηρεσίες στην καταπολέμηση τέτοιου είδους φαινομένων. Τέλος, η συνεχής ενημέρωση τόσο των γονέων, όσο και των παιδιών επί των φαινομένων αυτών θα μειώσει την συχνότητα τέλεσης σεξουαλικών εγκλημάτων που δυστυχώς, με «όχημα» την αλματώδη εξέλιξη του διαδικτύου λαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις.
Νίκη Τ. Ροδίτη Δικηγόρος και Πρόεδρος του συλλόγου κατα της βίας MEDUSA SURVIVOR
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.